Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ

Το κείμενο αυτό γράφτηκε στα τέλη Αυγούστου, σχεδόν 2 μήνες πριν (2009). Απαντούσε σε μια διαφορετική πολιτική συγκυρία. Λίγες μέρες μετά, η κήρυξη των εκλογών οδήγησε στην αποσιώπηση. Άλλες ήταν οι προτεραιότητες τότε. Ωστόσο, πιστεύω ότι διατηρεί την επικαιρότητά του στο βαθμό που «συνομιλεί αντιπαραθετικά» με πολιτικά πιστεύω σημαντικού τμήματος του Συνασπισμού. Όθεν ανασύρεται από το απρόσιτο της ηλεκτρονικής μνήμης και διεκδικεί την προσοχή του αναγνώστη. 

Το άρθρο του Σωτήρη Λεβέντη (Αυγή, 25 Αυγούστου) με τίτλο «Εξωθεσμική Αριστερά και το 1989» θα ήταν για μένα πολιτικά αδιάφορο και ρηχό, αν δεν διέθετε ένα σημαντικό προτέρημα. Είναι ενδεικτικό μιας πολιτικής λογικής που εξακολουθεί να εμφιλοχωρεί στο χώρο του Συνασπισμού, λογική η οποία, άλλωστε, υπήρξε κυρίαρχη και «ιδρυτική», καταστατική, κατά μια έννοια, του εγχειρήματος. Από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον, καθώς δείχνει την εμμονή σε αντιλήψεις, οι οποίες πολιτικά και εκλογικά αποδείχθηκαν εσφαλμένες και θνησιγενείς.
            Το κρίσιμο στοιχείο του άρθρου του Λεβέντη και το οποίο οργανώνει την επιχειρηματολογία του είναι η αντίληψη για το κράτος και την πολιτική. Αυτή η αντίληψη δομεί τρία, ιστορικά διακριτά, αλλά ενιαία στην ουσία επιχειρήματα: Πρώτον, ότι στόχος της δημιουργίας του Συνασπισμού το 1989 ήταν η συμμετοχή στην κυβέρνηση. Δεύτερον, ότι η αριστερά οφείλει να είναι «αξιοσέβαστη και αξιόπιστη πολιτική δύναμη», προοπτική η οποία ακυρώνεται από τον αντισυστημικό και, ίσως, εξωθεσμικό (το οποίο το ταυτίζει με το αντιθεσμικό) χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Τρίτον, η λύση του προβλήματος είναι η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και η επανάκαμψη του Συνασπισμού στις θέσεις και την ηγεσία των αρχών της δεκαετίας του 1990.
            Δεν νομίζω ότι αδικώ το άρθρο του Λεβέντη ούτε παραποιώ τη σκέψη του στο παραμικρό. Ωστόσο, πιστεύω απολύτως ότι η αντίληψη που τον κατευθύνει είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την κακοδαιμονία του χώρου. Και επειδή οι καλοί τρόποι δεν μας επιτρέπουν να αντιπαρατεθούμε στους γηραιούς ηγέτες  (διάβαζε Κύρκο) διακινητές αυτών των απόψεων, ας τα πω στον νεώτερο Λεβέντη, κατά τη γνωστή λαϊκή ρήση για τη νύφη και την πεθερά.
            Κάθε πολιτικό κόμμα, δεξιό, αριστερό ή άμορφο, δημιουργείται με ένα σκοπό: να αναλάβει την εξουσία και να «κυβερνήσει», δηλαδή να δει τις ιδέες του και τις προτάσεις του να εφαρμόζονται. Προφανώς αυτή η αρχή οφείλεται σε δύο βασικές παραδοχές: πρώτον, γιατί πιστεύει ότι αυτά που προτείνει στην κοινωνία επιλύουν σημερινά και αυριανά προβλήματα, απαντούν, δηλαδή, σε σαφώς καθορισμένα κοινωνικά προβλήματα. Δεύτερον, γιατί πιστεύει ότι η ιεράρχηση των προς επίλυση προβλημάτων, δηλαδή η αναγνώρισή τους ως πραγματικά κοινωνικά προβλήματα και η κατάταξή τους από πλευράς προτεραιοτήτων, δεν ικανοποιείται από τους άλλους κομματικούς χώρους. Αν οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται, τότε το εν λόγω κόμμα δεν έχει λόγο ύπαρξης σε σχέση με την κοινωνική δυναμική. Μπορεί να εξυπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες, περισσότερο ιδιοτελείς,  των μελών και στελεχών του, αλλά το κοινωνικό ενδιαφέρον είναι οριακό, αν μη ανύπαρκτο.
            Οι προϋποθέσεις αυτές αποτυπώνονται στα προγράμματα και τις θέσεις των κομμάτων, αλλά και στη συνολική φυσιογνωμία τους. Τα πολιτικά προγράμματα καταγράφουν και ιεραρχούν προβλήματα και λύσεις και αποτυπώνουν τις διαφορές από τα λοιπά κόμματα. Ένα κόμμα σχετικά μικρό που δεν στοχεύει στη δημιουργία μονοκομματικής κυβέρνησης και δεν φροντίζει για τη διαφοροποίηση του προγράμματος και του πολιτικού του λόγου θα κατασπαραχθεί από το εγγύτερο μεγαλύτερο. Νόμος των οικονομικών, αλλά και της πολιτικής ζωής επιβεβαιωμένος πλειστάκις θετικά και αρνητικά από την ιστορική διαδρομή της αριστεράς σ’ όλη τη μεταπολίτευση, εν Ελλάδι και εν Ευρώπη. Στη δε φυσιογνωμία του κόμματος αποτυπώνεται ο τρόπος διαχείρισης και επίλυσης των εσωτερικών προβλημάτων, ένδειξη και του τρόπου που μέλλεται να διαχειριστεί τα κοινά.
            Αν αυτά ισχύουν για ένα οποιοδήποτε κόμμα, ισχύουν στο πολλαπλάσιο για ένα κόμμα της Αριστεράς. Γιατί η Αριστερά τοποθετείται εξ ορισμού σε μια διαδικασία μεταβολής των κοινωνικών δομών και των σχέσεων εξουσίας εκφράζοντας τα κοινωνικά συμφέροντα των κοινωνικά αδύναμων. Αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος και αν για το δρόμο (δηλαδή την τακτική) με τον οποίο ο στρατηγικός στόχος μπορεί να καταστεί εφικτός μπορεί να διατυπώνουμε τις όποιες απόψεις, ο στρατηγικός στόχος παραμένει: ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, ο σοσιαλισμός, και στα καθ’ ημάς με δημοκρατία και δια της δημοκρατίας. Φαντάζομαι ότι σ’ αυτά τα περίπου αυτονόητα ουδεμία αντίρρηση υπάρχει ή, αν υπάρχει καλό είναι να ειπωθεί για να ξέρουμε γιατί μιλάμε.
            Ένα πρώτο συμπέρασμα από τα πιο πάνω είναι ότι για ένα αριστερό κόμμα η συμμετοχή στην κυβέρνηση δεν είναι αυτοσκοπός. Η συμμετοχή σε κυβερνητικά συμμαχικά σχήματα δεν αποκλείεται εκ των προτέρων, αλλά εξαρτάται από το βαθμό που διευκολύνει την προώθηση του στρατηγικού στόχου. Και εφ’ όσον ο επαγγελλόμενος σοσιαλισμός δεν θα είναι μόνο δημοκρατικός, αλλά και θα επιτευχθεί με τη δημοκρατία, δηλαδή με την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης, το πρόβλημα τίθεται σε όρους ηγεμονίας.
            Η λέξη «ηγεμονία» μάλλον είναι άγνωστη στις συνεκδηλώσεις στον Λεβέντη. Ηγεμονία δε σημαίνει ποιος έχει απλά το πάνω χέρι, αλλά πώς μορφοποιείται μέσω της πολιτικής πρακτικής και του προγράμματος ένας σχηματισμός κοινωνικών δυνάμεων που αναγνωρίζει ότι τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους εκπροσωπούνται από το εν λόγω κόμμα. Ας πω εκ των προτέρων ότι η «ηγεμονία» δεν σημαίνει τακτικισμούς, συναίνεση ή διάλογο, πολύ δε περισσότερο ατομικές στρατηγικές. Αντιθέτως, στην εγκαθίδρυση της  ηγεμονίας η φυσιογνωμία του κόμματος λειτουργεί όπως το τσιμέντο στα τούβλα. Αποτελεί την σε πρακτική μορφή ιδεολογία, προείκασμα του μέλλοντος.
            Ήταν, λοιπόν, το πρώτο ζήτημα που θέτει ο Λεβέντης, η συμμετοχή στις κυβερνήσεις 1989-90 προωθητική έστω και κατ’ ελάχιστο της διαμόρφωσης κάποιων τέτοιων προϋποθέσεων; Ο Λεβέντης υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση της τότε εποχής υπήρξε ευεργετική για την Αριστερά. Γιατί; Όχι επειδή προώθησε κάποιες μεταρρυθμίσεις σημαντικές – τομές τις αποκαλούσε ο Νίκος Πουλαντζάς προσδίδοντας το χαρακτήρα του μη αναστρέψιμου – ή έστω τμήματος του προγράμματός της, αλλά γιατί «σήμερα η αριστερά δεν είναι παρίας του πολιτικού συστήματος. Δεν λειτουργεί πια Συμβούλιο του Στέμματος (sic) από το οποίο η αριστερά είναι εξ ορισμού αποκλεισμένη. Τα δύο αριστερά κόμματα της χώρας αντιμετωπίζονται ως πολιτειακοί παράγοντες, ως θεσμοί».
            Φοβάμαι ότι ο Λεβέντης και όσοι συμμερίζονται την άποψη αυτή έχουν χάσει την αίσθηση της ιστορίας. Το 1989 δεν είναι τα χρόνια του διωγμού και του πολιτικού απομονωτισμού της Αριστεράς της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Το lapsus του Συμβουλίου του Στέμματος είναι ενδεικτικό για μια σκέψη αγκυλωμένη στο παρελθόν. Τα κόμματα της Αριστεράς είναι νόμιμα, συμμετέχουν στη Βουλή, διαθέτουν δημάρχους και κοινοτάρχες, συνδικαλιστικές παρατάξεις, αναγνωρίζονται από τους λοιπούς κομματικούς χώρους ως αντίπαλοι ή συνεργάτες. Είναι ιστορικό λάθος να θεωρούμε κάτι διαφορετικό για την περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και πολιτική αφέλεια. Όσοι λοιπόν αριστεροί αντέδρασαν στο εγχείρημα της συγκυβέρνησης, μεταξύ των οποίων και εγώ, το ΚΚΕεσ. ΑΝ-ΑΡ, και το περιοδικό ΠΟΛΙΤΗΣ, δεν αντιδράσαμε για κανέναν άλλο λόγο, παρά γιατί η συμμετοχή της πρόχειρα συγκολλημένης αριστεράς, χωρίς πολιτικό πρόγραμμα και χωρίς ιδεολογική όσμωση η ίδια, οδηγούσε σ’ αυτό που οδήγησε. Και επειδή καθένας πλέον οφείλει να μιλά μόνο για τον εαυτό του, τίτλος του άρθρου μου στον ΠΟΛΙΤΗ εκείνης της εποχής ήταν «η ‘ενότητα’ που διασπά». Το ποιος είχε στοιχειώδη πολιτική διόραση και ποιανού οι πολιτικές εκτιμήσεις διαψεύστηκαν κραυγαλέα για πολλοστή φορά δεν θα είχε κανένα νόημα να αναφερθεί, αν τα αποτελέσματα δεν τα πληρώναμε ακόμα και σήμερα. Ή κάνω λάθος;
            Είχε αρνητικές συνέπειες αυτή η συμμετοχή για την Αριστερά; Νομίζω ναι. Μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ από το εγχείρημα και εξ αιτίας του τρόπου δόμησης του τότε Συνασπισμού παρακολουθούσαμε – εμείς οι εκτός – την τότε πρόεδρο του Συνασπισμού να καλεί σε διάλογο το εκάστοτε ΠΑΣΟΚ, χωρίς ποτέ να διατυπώνει έστω και στοιχειωδώς θέσεις του Συνασπισμού. Θέσεις σημαίνει να έχεις κάτι για να συμφωνήσεις και, ενδεχομένως, να διαφωνήσεις. Να τοποθετηθείς δηλαδή πάνω στα προβλήματα. Θα επανέλθω επ’ αυτού πιο κάτω, αλλά μια αντιπαραβολή με την τρέχουσα πολιτική τοποθέτηση της γερμανικής αριστεράς στο ζήτημα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση συμμαχίας με το SPD δείχνει ανάγλυφα τις διαφορές. Αποτέλεσμα: ο Συνασπισμός να γίνει αντιληπτός ως συμπληρωματική δύναμη προς το ΠΑΣΟΚ, αντίληψη που ενισχύθηκε από τη, σχεδόν μαζική, συμμετοχή στελεχών του  – μελών της ΚΠΕ – σε θέσεις πολιτικής ευθύνης στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Και γενικούς γραμματείς είδαμε, και συμβούλους, και, αργότερα, υπουργούς. Προσέφερε κάτι αυτή η «συνεργασία» στην υπόθεση της Αριστεράς; Θα συμφωνήσουμε, ελπίζω, πως όχι. Ούτε το «ύφος και το ήθος της εξουσίας» άλλαξε, ούτε ένα μέτρο προς τα συμφέροντα των εργαζομένων προώθησε. Προώθησε, βεβαίως, καριέρες ορισμένων και εδώ ας μη πούμε τίποτε περισσότερο. Όλοι γνωρίζουμε.
            Και αυτό έγινε γιατί τα στελέχη αυτά ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ικανά ήταν και είναι από τα αντίστοιχα ιθαγενή του ΠΑΣΟΚ. Απλώς με τη συνεργασία έχασαν την ειδοποιό διαφορά της αριστεράς. Δηλαδή την εμμονή στην υπεράσπιση των συμφερόντων των πολλών και αδύναμων από τους λίγους και ισχυρούς. Η αριστερή ιδιότητα, η ιδιότητα του αριστερού, δεν είναι ρούχο ή έπιπλο να το πακετάρουμε και να το σέρνουμε μαζί μας, καθώς αλλάζουμε κομματικές εστίες. Βεβαίως δικαίωμά τους να παρακολουθούν ευέλικτα τις οβιδιακές μεταστροφές του ΠΑΣΟΚ παρά τις μεταβολές στην πολιτική γραμμή του κόμματός τους. Με απλά λόγια, το ερώτημα αν ο Χριστοδουλάκης είναι καλύτερος υπουργός από τον Παπαντωνίου ή αν η Δαμανάκη είναι καλύτερη από τη Διαμαντοπούλου με αφήνει παγερά αδιάφορο: σημασία έχει η πολιτική που ασκούν και υπηρετούν και οι διαφορές στο θέμα αυτό είναι δυσδιάκριτες.
            Περιγράφω λίγο απλοϊκά το ζήτημα της ηγεμονίας. Η ηγεμονία αποτυπώνεται σε πολιτικές και αντιλήψεις για την πολιτική. Θεωρώ τον Λεβέντη και τους υποστηρικτές αυτών των απόψεων περί συμμετοχής στην κυβέρνηση πολιτικά υποψιασμένους για να αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική συγκρότηση της κυβέρνησης και η ασκούμενη πολιτική δεν είναι τμηματοποιημένη, αλλά ενιαία. Αλλιώς δεν είναι κυβέρνηση, είναι παιδική χαρά.
            Νομίζω ότι αυτά καλύπτουν τις ενστάσεις μου στα δύο από τα τρία ζητήματα που θίγει ο Λεβέντης. Μένει το αντισυστημικό. Υποψιάζομαι ότι με τον όρο εννοούνται στην τρέχουσα αργκώ μια σειρά διαφορετικών ζητημάτων: από τα κοινωνικά κινήματα και τον ακτιβισμό ως τις απεργίες και από στάσεις «ιδεολογικής καθαρότητας» και σεχταρισμού ως την κατανόηση της ανάγκης συμπαράταξης, συνεργασίας και ενότητας στη δράση του Συνασπισμού με την εκτός Βουλής αριστερά.
            Πιστεύω όμως ότι ο Λεβέντης υπονοεί κάτι περισσότερο: ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική εκτός των «κανόνων» του τυπικού πολιτικού συστήματος, της κυβέρνησης, δηλαδή, της Βουλής και των κομμάτων. Αυτή η αντίληψη είναι εσφαλμένη: Ας διαβάσει λίγο Πουλαντζά, στο κάτω-κάτω ένα δικό μας ίδρυμα φέρει το όνομά του και διεκδικούμε, ίσως όχι πολύ ζεστά, τη δική του παράδοση.       
Να υπενθυμίσω ότι η «αντισυστημική» δράση επέφερε μερικές ανατροπές στην κυβερνητική πολιτική ή καθυστέρησε την εφαρμογή της. Στα πανεπιστήμια η ακύρωση της αναθεώρησης του άρθρου 16 ήταν μια τέτοια στιγμή, άλλο αν στη συνέχεια η νίκη χάθηκε. Βεβαίως υπάρχουν ευθύνες επ’ αυτού, αλλά μήπως θέλετε να τις καταλογίσουμε τώρα; Οι μαθητικές κινητοποιήσεις κατά του νόμου Αρσένη είναι μια άλλη στιγμή. Ο Δεκέμβρης μια τρίτη. Η συμμετοχή του Συνασπισμού στο παγκόσμιο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης επίσης ανέδειξε αυτά τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά και ενίσχυσε την εκλογική επιβίωσή του. Σε κάθε περίπτωση ο Συνασπισμός απόκτησε πολιτική δυναμική σε σχέση με τα αντισυστημικά κινήματα – και αυτό δούλεψε καλά, όσο η θεσμολαγνεία του έχει επιτρέψει. Εδώ και καιρό όμως η σχέση του πολιτικού Συνασπισμού με τα κινήματα διαβάλλεται και υπονομεύεται, όχι μόνο από τους «άλλους».
            Ο Συνασπισμός διέθετε ένα μεγάλο πλεονέκτημα – αυτό που ο Λεβέντης θεωρεί πρόβλημα: μπορούσε να έχει τον πολυπόθητο θεσμικό ρόλο (αυτονόητο άλλωστε), όντας ανοικτός στις αντισυστημικές διεργασίες. Η αναπόφευκτη ένταση μεταξύ των δύο δεν πρέπει να μας παραπλανά. Οι δύο όψεις αποτελούν κρίσιμες βαλβίδες ασφάλειας, ελέγχου της ορθής, κατά τη γνώμη μου, πολιτικής μεταξύ του άκριτου κυβερνητισμού και της μυθοποίησης της αντισυστημικής πρακτικής. Πολύ δε περισσότερο, όταν η κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, και όχι μόνο του δικομματισμού, είναι ευανάγνωστη. Ότι αποδειχθήκαμε ανεπαρκείς είναι δεδομένο. Αλλά η επιστροφή στο Συνασπισμό προ του ΣΥΡΙΖΑ είναι απωθητική και πολιτικά αλυσιτελής.           
                              

Δεν υπάρχουν σχόλια: