Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

ΑΤΕΧΝΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ





Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Πώς θα φανώ στο βλέμμα σου
Όταν στο φωτεινό δωμάτιο
Δίπλα στο στολισμένο νυφικό κρεβάτι
Την αρματωσιά μου στα πόδια σου καταθέσω
Το σκληρό δόρυ πρώτο με το οποίο μάχες έδωσα πολλές
Άλλες από γενναιότητα και άλλες από απελπισία
Και την αστραφτερή ασπίδα ύστερα
Που η λαμπράδα της δε με προφύλαξε από τα κτυπήματα
Το θώρακα το σιδερένιο που διάτρητος είναι
Το σπαθί μου στο θηκάρι του απόμαχο από την αγωνία των αγώνων
Τον πορφυρό χιτώνα και το λευκό ιμάτιο
Στα πόδια σου ακουμπώ.

Δυο βήματα πίσω

Να πλανηθεί το βλέμμα σου στο γυμνό κορμί μου
-πλαδάρεψε πια κι αυτό και είναι γερασμένο –
Να ψάξει τις παλιές πληγές τις κακοφορμισμένες
Τις βαθιές ουλές και τα πυώδη έλκη.
Μπορώ να σου μιλήσω για κάθε μια από αυτές.
Πώς τις απόκτησα, ποιος μου τις χάραξε, σε ποια στιγμή της μάχης
Πώς ένοιωσα καθώς το σίδερο στη σάρκα μου περνούσε.
Πώς σώθηκα, αν σώθηκα …

Όλα αυτά στα δίνω
Με αγωνία αναζητώντας την απέχθεια στα μάτια σου
Που γλυκά στιγμές πριν ερωτικά με κοιτούσαν.

Μόνο το σκούφο του επαίτη μη ζητάς να βγάλω,
Όπλο μου είναι φοβερό: τους θεούς και τους ανθρώπους
Παραπλάνησα με δαύτο – αν και τις απάτες μου πικρά έχω πληρώσει.
Χρόνια τώρα τον φορώ, που δέρμα μου έχει γίνει.

Άγνωστη εσύ γνωστή
Νέα γνωριμία που ‘ρχεσαι από τα βάθη των καιρών
Οικεία και ξένη
Μάνα του παιδιού μου που ποτέ δεν είδα
Να μπορούσε το βλέμμα σου
Την ακεραιότητα του σώματός μου να εγγυηθεί
Τις χαίνουσες πληγές να γιάνει
Τον καταραμένο σκούφο για πάντα να πετάξω.

Να το καράβι! Δες το από το παράθυρο…
Ελιγμούς κάνει στο λιμάνι για τον απόπλου.

Αν την απέχθειά σου νίκησε η αγάπη
Πάρε το χέρι μου και πάμε.
Άγνωστες αμμουδιές, άγνωστα λιμάνια, άγνωστες πολιτείες μας γνέφουν κοντά τους
Και ποθώ πολύ μαζί σου μια Νέα Ιθάκη να γνωρίσω.   






ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΝΗΝΤΑΡΗΣ

Το καράβι μου βούλιαξε κοντά στην ακτή αυτή
Πριν από χρόνια πολλά – πόσα δε θυμάμαι ακριβώς.
Ίσως και να βυθίστηκε στο λιμάνι, στον παρθενικό του απόπλου
Και όσα ακολούθησαν κατασκευές να είναι του μυαλού μου
Φαντάσματα της σκέψης μου, εφιάλτες του ύπνου
Που μέσα τον αξύπνητος ανασαίνω.
Επιθυμίες μιας άλλης ηλικίας, παραμύθια που κάπου άκουσα
Σα ζωές άλλων, μα τίποτα δικό μου.

Τον φρικτό το γίγαντα που σκότωσε τους συντρόφους μου
Ίσως ποτέ να μην τον τύφλωσα,
να μην τον παράδωσα ποτέ περίγελο στους ομοίους του
Αν και τη βρωμερή αποφορά του ακόμα και τούτη τη στιγμή
Στο σβέρκο μου αισθάνομαι.

Τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τα θέλω και τα πρέπει μου,
Ποτέ δε νίκησα και από το στενό τους ακέραιος δεν πέρασα.
Παρά έξω, στ’ ανοικτά αρμένιζα,
κύκλους κάνοντας στην ασφάλεια της απόστασης,
Θάρρος μαζεύοντας σε τρύπιους ασκούς.
Πάντα λειψό το ‘βρισκα τα στοιχειά για να παλέψω.
Αφέθηκα στον άνεμο και στα ρεύματα να διαλέξουν εκείνα την πορεία.

Τα θέλγητρα της Κίρκης και της Καλυψώς;
- Ονειροφαντασίες μήπως; -
Με ‘ζωναν όταν ο ύπνος τα βλέφαρά μου έκλεινε βαριά
Κι ο πόθος με κυρίευε για να κάνει το ξύπνημά μου ανυπόφορο
Τη μοναξιά μου πιο μοναχική.
Τ’ αγκαλιάσματά μας στις θαλασσινές σπηλιές και στα μαγικά παλάτια
Τα χάιδια τα ηδονικά και οι αναστεναγμοί τους
Κατέληγαν αλάθευτα σε γοερό πρωινό θρήνο
Που μόνος μου τον άκουγα να ηχεί στα σωθικά μου.

Εχθρούς πολλούς ενίκησα, τους Τρώες και τον Ποσειδώνα,
Τους ίδιους τους συντρόφους μου, τους χειρότερους απ’ όλους
Με τεχνάσματα περίτεχνα και λόγια φλογερά παγίδεψα 
– ή έτσι μου φάνηκε μόνο;
Κι αν τους νίκησα γιατί δεν τολμώ στα μάτια να κοιτάξω,
λες και η καταφρόνια τους
σκληρότερη από το δόρυ που το στέρνο τους τσάκισε,
πικρότερη από τη θάλασσα που τους κρατά στα βάθη.
Γιατί σαν τους συναντώ τρέμω μη μου ζητήσουν
Το τρόπαιο να δείξω που μαζί κερδίσαμε, με το δικό τους αίμα,
Μόνο που αντάλλαξα τη δάφνη του με φήμη, πλούτη και δικαίωμα
Στο πρυτανείο να σιτίζομαι  

Δεν ξέρω τι έζησα και τι όχι.
Μοιάζουν όλα, αλήθειες και ψέματα, ένα:
Η πραγματικότητα ίδια με το όνειρο, η δειλία και η αντρεία απαράλλακτες,
η σοφία και η μωρία σιαμαίες αδελφές.
Το ίδιο μοιάζει η περηφάνια με τη χαμέρπεια,
Τα αντίθετα ενώνονται
Και το λογικό μου παραλογίζεται.

Ίσως γιατί η μόνη μου διαδρομή ήταν εκεί στο Νότο
Και το μόνο μου κατόρθωμα ήταν που γεύτηκα τον καρπό,
γρήγορα τον εντόπισα στο δέντρο του αφύλακτο
– ή μήπως εσκεμμένα ήταν έτσι;
Τον καρπό τον γλυκό
Που θολώνει την κρίση, εξασθενίζει τη μνήμη, γαληνεύει την οργή,
Αμβλύνει τη συνείδηση, επιτήδεια ιδιοποιήθηκα,
αόρατος μπροστά σε όλους
Χωρίς ντροπή.
Επίπλαστος και πλαστικός βρέθηκα στο κανάλι αυτό
– δεν ξέρω πώς, αλλά κόπιασα πολύ
την επεξεργασμένη εικόνα μου να δω πολλαπλασιασμένη στην οθόνη -
Διηγούμενος ποιος ξέρει τίνος άθλους,
μοιράζοντας απλόχερα ψιχία του καρπού της λήθης,
διακονευτής και διακονιάρης
της αιώνιας ανίας της στιγμής αυτών που κολακεύω
ενώ βαθιά περιφρονώ,
διατηρώντας μύχια τον καθωσπρεπισμό μου
και τη ξεθωριασμένη ανάμνηση του άλλου εαυτού μου. 

Ν(ΑΥΣΙΚΑ)
Κρυμμένος στη σκοτεινή σπηλιά
Λαίμαργα κοίταζα τη Ναυσικά
Να παίζει με τα κύματα.
Λαχταρούσα το νεανικό κορμί
Τους σφριγηλούς γλουτούς
Και τα περήφανα στήθη
Που μοιάζανε το θάνατο ευθύς να αψηφούνε
Να τον καλούνε θαρρετά
Να μετρηθούν στο δικό του το παιγνίδι.
Χρόνια στη θάλασσα – μνήμα κι ερωμένη μου –
Το γυναικείο χάδι στερήθηκα,
Τη γυναικεία τη ματιά και το γλυκό το λόγο
Αυτά που τη ράχη των ανδρών
την κάνουνε να λιώνει.
Χαιρόμουνα τη νέα γυναίκα να αστράφτει
Πιο άσπρη από τον αφρό, πιο μαύρη απ’ τα βάθη
Κι ο πόθος μέσα μου μ’ έπνιγε
Για τα μακρυά τα πόδια της, τα λυγερά τα χέρια
Και τον φιδίσιο το λαιμό,
Το στόμα που ηδονές υπόσχονταν, τα μάτια τα μεγάλα
Και τα βρεγμένα τα μαλλιά που στόλιζαν τους ώμους.
Χαιρόμουνα καλά κρυμμένος μέσα στο θαλάμι
Άκουγα τις γλυκές κραυγές και την ανασαιμιά της
Και πιο βαθιά τραβιόμουνα στα σκότη του σπηλαίου
Μη τυχόν την ύπαρξή μου αισθανθεί, τρομάξει
Και μου φύγει.
Χαιρόμουνα, φοβόμουνα
Απόκληρος και ναυαγός
Απόμακρος παρατηρητής
Ζώντας μεσ’ το μυαλό μου .

Η Ναυσικά χάθηκε στον ορίζοντα ακολουθώντας
Της ζωής της τα καλέσματα.
Δεν θα γινόμουνα ποτέ δεκτός στα βασιλικά παλάτια
Καράβι δεν θα ετοίμαζαν ποτέ για το γυρισμό μου στην πατρίδα
Δώρα άξια του κόπου μου δεν θα με συνόδευαν
Ούτε το κρυφό το δάκρυ της για του χωρισμού τον πόνο.
Με θλίψη γύρισα στην καταμέτρηση των απωλειών.



ΝΕΚΥΙΑ
Σαν έφυγα – έφυγα ή μ’ έδιωξε, δεν κάνει διαφορά – απ’ το παλάτι της μάγισσας
Βρέθηκα ξανά με συντρόφους παλιούς και νέους στον άγριο ωκεανό ν’ αρμενίζω
Σκληρός καιρός, ο αέρας ούρλιαζε στα κατάρτια κι έσχιζε τα πανιά
Τα κύματα έπαιζαν θεόρατα  με το ταλαιπωρημένο σκαρί μου
Ποιο θα του δώσει το τελικό κτύπημα, ποιο στο βάθος της αβύσσου θα μπορέσει να το στείλει, καράβι, κατάρτια, άλμπουρα, πλήρωμα και καπετάνιο, ένα.

Το δρόμο κράταγα αυτόν που σχεδίαζα χρόνους πολλούς
Όταν πέθαινα κάθε βράδυ στο κρεβάτι της Κίρκης όταν μετά τα’ αγκαλιάσματα
Ύπνος σα θάνατος μου σφράγιζε τα μάτια.
Μα εγώ τον ξεγελούσα και στο μυαλό μου χάραζα πορεία σε χάρτες μυστικούς
Τα’ αστέρια βάζοντας για φάρους με λεπτομέρειες μικρές και επεξεργασμένες
Κλέβοντας τα λόγια που άθελα η Κίρκη μολογούσε μετά την κάθε μάχη μας.

Το δρόμο κράταγα μέρα και νύκτα όσο καλύτερα μπορούσα
Προς το σμίξιμο των δύο ποταμών, στη σκοτεινή σπηλιά, την είσοδο στον Άδη.
Σχέση καλή με νεκρούς ποτέ δεν είχα, έτσι δεν θα παρεξηγούσαν
 Ότι χωρίς δώρα στον κόσμο τους κατέβαινα.

Τα χείλη σφιγμένα απ’ την αλμύρα, λόγος μη ξεφύγει και δειλιάσουν οι συντρόφοι
Που αλλάζαν βάρδιες στα κουπιά και τις τρόμπες, ενώ εγώ δεμένος στο τιμόνι
Έψαχνα στον ορίζοντα τα μυστικά σημάδια.

Πώς έφθασα στη σκοτεινή γη της Νέκυιας δεν το κατάλαβα.
Ήρθε ξαφνικά, σαν όνειρο εφιαλτικό μεσημβρινού ύπνου.
Η θάλασσα γαλήνεψε και ο αέρας έπαψε, γαλήνη απλώθηκε παντού
Κι ένας μακρινός αχός σα βογγητά χιλιάδων ανθρώπων άρχισε να πλησιάζει.
Το καράβι μόνο του πήγε και άραξε σε μια σάπια αποβάθρα
φτιαγμένη από τα αποκαΐδια νεκρικών πυρών ηρώων και ταπεινών ανθρώπων.

Με τρόμο πάτησα στην αποβάθρα. Τα ξύλα έτριζαν στο βάρος μου και ο φόβος
Φώλιαζε στην καρδιά μου όσο και αν προσπαθούσα να το κρύψω.
Σκιές σκιών με κοίταζαν στην άκρη. Βάδισα κοντά τους τρεκλίζοντας, ελπίζοντας  σ’ ένα χαλαρό καλωσόρισμα.

Σύντροφοι των μαχών στις πεδιάδες και στα τείχη της Τροίας,
Αχιλλέα, Πάτροκλε, και συ Αίαντα που ο φθόνος για μένα σ’ αφάνισε,
Μεγάλε στρατηγέ Αγαμέμνονα, που για μια γυναίκα έχυσες ποτάμια αίμα
Για να σου στερήσει τη δική σου ζωή μια γυναίκα
Συμπατριώτες και συμπολεμιστές μου, εγώ είμαι.
Αυτός που το σώμα του ήταν ασπίδα σας και το σπαθί του σπαθί σας
Αυτός που μοιράσατε το ψωμί και το όνειρο, την απελπισία και τη νοσταλγία
Τη ζωή και το θάνατο δέκα χρόνια κάτω από το άπαρτο κάστρο. Ήρθα ξανά
Το θάνατο μαζί να μοιρασθούμε, όπως τότε.

Με κοίταζαν με τα μάτια άδεια, αδιάφορα.  Σα να ήμουν ξένος,
σαν τα λόγια μου
Σ’ άλλη γλώσσα να ηχούσαν,
σαν η εικόνα μου μνήμη καμιά να μην ξύπναγε.
Αμίλητοι, ακίνητοι, κοιτάζαν πέρα από μένα,
πέρα από το καράβι, πέρα από τη μαύρη θάλασσα
πέρα από τους δύο ποταμούς που αντάμωναν σα φίδια
και σμίγαν με δίνες φοβερές τα πικρά νερά τους
Οράματα αδύνατο στο νου μου και να βάλλω.

Κομπιάζοντας ξαναμίλησα. Δικοί μου εχθροί φοβεροί,
Πρίαμε, Έκτορα και Πάρι,
που το λαό σας με την πονηριά μου οδήγησα στο χαμό,
τα παιδιά σας στο θάνατο και τις γυναίκες σας στα κρεβάτια των Ελλήνων, μιλήστε μου, εσείς τουλάχιστον,
Συγχώρεση δε ζητώ ούτε μου πρέπει, καταραστείτε με,
δείξτε μου το μίσος και την καταφρόνια σας,
κάντε με σκλάβο στον Άδη να σας υπηρετώ, μαζί σας θέλω να μείνω σε μια γωνιά
στην αφιλόξενη αυτή χώρα, σκιά μεσ’ τις σκιές
Γιατί στη ζωή, ζωή δεν έχω.

Εξόριστος από θεούς κι’ ανθρώπους, από ζωντανούς και πεθαμένους,
χάθηκε από τα μάτια μου η νεκρική χώρα
Καταμεσής στο αγριεμένο πέλαγος , με ξέπνοους συντρόφους,
συνέχισα τ’ απέλπιδο ταξίδι.   
   



ΝΑΥΑΓΙΟ
Φίλοι που τα λόγια έχουν λιγοστά
Μα πάντα μ’ αγάπη και παρρησία μου μιλάνε
Μου δώσανε τούτη δω τη συμβουλή:

Το τρεχαντήρι μου στον κάβο να το δέσω
Γιατί γέρασε
Η καρίνα του με χάσματα γεμάτη,
Δε παίρνει καλαφάτισμα
Τ’ άλμπουρα μισοσαπισμένα
Και τα κατάρτια όλο σχισίματα
Αιωρούνται σαν αντίθετα στους νόμους της φύσης
Το τιμόνι ανυπάκουο και η άγκυρα χαμένη
Στα βάθη ενός στενού που τσάκιζε
Την πλώρη καταιγίδα

Μείνε στη στεριά, μου λένε, νιος
Πια δεν είσαι, περιπέτειες έζησες με το σωρό,
Άλλες δεν αντέχεις
Μαζί με το σκαρί του, το δικό σου το σκαρί
Γερνάει
Το φως σου λιγοστεύει. Τον καιρό τον πιάνεις
Μόνο στον πόνο των αρθρώσεων, οσμή απ’ τον καπνό
Δε σου’ χει μείνει.
Στο λιμάνι άραξε μαζί του, σε γνώριμα καπηλιά
Κρασί να πίνεις με συντρόφους παλιούς
Και σε νέες γνωριμιές ιστορίες να λες σαν παραμύθια
Αυτές που ξέρεις καλά να ιστορείς.
Κι όταν ο πόθος σε συνεπαίρνει
Πες πως Λύνεις τα σκοινιά, άναψε τα φώτα όλα, φίσκαρε μ’ αέρα τα πανιά
Στην απαλή την αύρα
Και σ’ άγριους ωκεανούς με κόντρα τον καιρό
Ταξίδευε στο μυαλό σου
Χωρίς το σίγουρο λιμάνι ν’ αφήνεις
Την κάψα σου να σβήνεις και τα περίεργα μάτια
– Για άλλη μια φορά – να προσελκύεις.

Αυτά μου λένε φίλοι συνετοί κι αγαπημένοι
Το ξόδεμά μου στα κύματα φοβούμενοι
Στο λιμάνι γραφικός φυλακισμένος θέλουν ν’ εγκλειστώ
Τη φθορά των σκελέθρων ώρα με την ώρα να καταμετρώ.
Τις σάπιες λαμαρίνες, τα σπασμένα σκαριά,
Τα σκισμένα πανιά να δεχθώ ξανά
Κομμάτια του σώματός μου
Όπως άλλοτε στην ακμή τους ήτανε.