Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΑΘΗΝΑ 27- 28 ΜΑΙΟΥ 2010


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ – ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


Κυρίες και κύριοι, φθάσαμε στο τέλος ενός συνεδρίου που χαρακτηρίστηκε από γόνιμο διάλογο και ζωηρή, ενίοτε, αντιπαράθεση. Και με την ιδιότητα του Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής έχω αναλάβει την τιμή για την ολοκλήρωση των εργασιών του Συνεδρίου. Δεν θα προσπαθήσω να επισκοπήσω τις συνεισφορές των συμμετεχόντων, αυτό είναι κάτι που έκαναν με μεγάλη επάρκεια και διεισδυτικότητα η Σοφία Βιδάλη και η Πάρη Ζυγούρα. Θα προσπαθήσω μόνο να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις, τις οποίες κρίνω σκόπιμο να κοινοποιήσω, σκέψεις που προκλήθηκαν, καθώς παρακολουθούσα τις ενδιαφέρουσες χθεσινές και σημερινές ανακοινώσεις και συζητήσεις.
            Πρόκειται για επτά σημεία – παρατηρήσεις, τις οποίες προτίθεμαι να διατυπώσω με λακωνικό τρόπο.
           
Πρώτον. Πολλοί από τους εισηγητές επεσήμαναν την ασάφεια που εμπεριέχεται στα ζεύγη εννοιών ένταξη – ενσωμάτωση, αφ’ ενός, και  πολυπολιτισμικότητα – διαπολιτισμικότητα, αφ’ ετέρου. Οι έννοιες αυτές τείνουν να χρησιμοποιούνται ως πλήρως εναλλάξιμες και ταυτόσημες, παρά το γεγονός, και εδώ υπήρξε μια σχετική ομοφωνία, ότι οι διαφορές μεταξύ τους είναι σημαντικές, αν και λεπτές.
            Όπως, όμως, και αν χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις, όποιο περιεχόμενο και αν τους αποδώσουμε, η επίτευξη της ένταξης/ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και η δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής/διαπολιτισμικής κοινωνίας απαιτεί ένα σύνολο δράσεων, πολιτικών και θεσμών που να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αποτελεσματικά και στο σύνολο των πολλαπλών εκφάνσεών του. Με άλλα λόγια, πολιτικές που στοχεύουν στα επιμέρους, στη μερικότητα και την τμηματοποίηση, του προβλήματος, προορίζονται να αποτύχουν.

            Δεύτερον. Νομίζω ότι με μεγάλη σαφήνεια καταγράφηκε στις εργασίες αυτού του Συνεδρίου ότι δεν υπάρχει μια απλή και σαφής διαχωριστική γραμμή που να ξεχωρίζει εκείνους που διάκεινται ευμενώς προς τους μετανάστες από εκείνους που τους αντιμετωπίζουν εχθρικά. Είναι καιρός να δούμε τις βαθιές ρωγμές που διαπερνούν τα στρατόπεδα των υπερασπιστών και των ενάντιων.
Ø  Στο στρατόπεδο εκείνων που διάκεινται ευμενώς έναντι των μεταναστών η μία μερίδα αντιμετωπίζει το πρόβλημα από την οπτική των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, πρεσβεύει τη γενίκευση των δικαιωμάτων που διαθέτουν οι έλληνες πολίτες και την επέκτασή τους και στους μετανάστες, σ’ αυτούς που διαθέτουν άδεια παραμονής, αλλά και σ’ αυτούς που είναι «χωρίς χαρτιά». Η οπτική αυτή έχει ως βάση τις παραδοσιακές ανθρωπιστικές αξίες.
Ø  Μια άλλη μερίδα θεωρεί ότι το πλήθος των μεταναστών, στερουμένων κοινωνικών δικαιωμάτων, οδηγεί, στην επέκταση της εργασιακής επισφάλειας. Σε μια χώρα με ένα ελλειμματικό κοινωνικό κράτος, όπως η Ελλάδα, η εμφάνιση ενός κοινωνικού ντάμπινγκ μπορεί να λάβει διαστάσεις που, ενδέχεται, να παρασύρουν το σύνολο της εργατικής νομοθεσίας. Όθεν, η ισότιμη μεταχείριση των μεταναστών εξασφαλίζει τους όρους του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, προς όφελος των γηγενών μισθωτών, αλλά και των επιχειρήσεων που δεν χρησιμοποιούν, ευρέως τουλάχιστον, τη «μαύρη» εργασία των μεταναστών.
Ø  Μια άλλη μερίδα είναι υπέρ των μεταναστών γιατί τους θεωρεί ως αφορμή για την άλωση όλων των κοινωνικών δικαιωμάτων και μέσο για την εξάπλωση της εργασιακής ανασφάλειας. Δηλαδή, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από εκείνους, τους οποίους επικαλείται η προηγούμενη μερίδα υποστηρικτών.
Ø  Στους αντιτιθέμενους στην παρουσία των μεταναστών στην Ελλάδα διακρίνουμε δύο βασικά ρεύματα: Στο πρώτο ρεύμα ανήκουν όσοι, αν και έχουν αισθήματα κατά των μεταναστών, «αξιοποιούν» την παρουσία τους ως φθηνού και επισφαλώς εργαζόμενου δυναμικού. Πρόκειται, δηλαδή, για όσους εφαρμόζουν το εργασιακό ντάμπινγκ στην πράξη. Άλλωστε, η εμφάνιση αμιγώς «μαύρων» επιχειρήσεων με ιδιοκτήτη που ασκεί πολιτική διακρίσεων σε βάρος κοινωνικών μειονοτήτων είναι γνωστό παράδειγμα της θεωρίας των εργασιακών διακρίσεων κατά τον Becker.
Ø  Στο δεύτερο ρεύμα έχουμε εκείνους που αντιτίθενται χωρίς να έχουν άμεσο οικονομικό όφελος. Πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα ατόμων με σαφώς ρατσιστικές αντιλήψεις που βασίζονται σε «παραδοσιακές» αξίες της ελληνικότητας, του γένους και της θρησκείας.
Ø  Στην ακραιφνή αυτή ρατσιστική ομάδα θα πρέπει να προσθέσουμε μια διευρυνόμενη ομάδα, στην οποία ο ρατσισμός είναι επίκτητος. Πρόκειται για κοινωνικά στρώματα που βιώνουν έντονα την κοινωνική επισφάλεια, είτε στον εργασιακό χώρο, είτε στο χώρο της καθημερινής δραστηριότητας, αποδίδουν τον αυξημένο κίνδυνο κοινωνικής υποβάθμισης ή και προσωπικής ασφάλειας που αντιμετωπίζουν, ορθώς ή εσφαλμένα δεν έχει σημασία, στην παρουσία και δράση των μεταναστών και πολώνονται στο πλευρό της προηγούμενης ομάδας. Είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι μια συνολική πολιτική κοινωνικής ένταξης των μεταναστών που θα βελτίωνε τη θέση τους θα οδηγούσε σε άμβλυνση του επίκτητου ρατσισμού. Η σύγκριση του τρόπου που αντιμετωπίσθηκαν από το στρώμα του «επίκτητου ρατσισμού» οι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη στη δεκαετία του 1990 και της σημερινής αντιμετώπισης δείχνει τη βασιμότητα αυτού του ισχυρισμού.

Τρίτον. Σε άμεση σχέση με την προηγούμενη παράγραφο, θα πρέπει να κατανοηθεί πλήρως ότι η οικονομική εξαθλίωση των μεταναστών, ιδιαίτερα των μεταναστών «χωρίς χαρτιά», δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για την ένταση ενός συγκεκριμένου είδους εγκληματικότητας, της εγκληματικότητας κατά της ιδιοκτησίας. Το στοίχημα της επιβίωσης, δηλαδή, το καθήκον προς εαυτόν, καθιστά ασαφή τα όρια μεταξύ ηθικού και ανήθικου, νόμιμου και παράνομου, ορθού και εσφαλμένου. Δε νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο σε ζητήματα πολύ γνωστά σε όλους όσοι είναι έστω και ελάχιστα εξοικειωμένοι με την κοινωνική ιστορία των μεγάλων μεταναστευτικών κινήσεων, μεταξύ κρατών, αλλά και στο εσωτερικό χωρών, των τελευταίων 500 χρόνων. Κανένας από εμάς, με την αξιοπρέπεια, την αίσθηση της ηθικής, τη γνώση του νομικού πολιτισμού, τους καλούς τρόπους και την πολιτισμένη συμπεριφορά που διαθέτουμε, δεν θα έμενε αδρανής και νομότυπος περιμένοντας το θάνατο από ασιτία ή το κρύο, ή, βλέποντας το παιδί του να κινδυνεύει.

Τέταρτον. Πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Συνοικίες του κέντρου της Αθήνας μετατρέπονται σε γκέτο. Αυτό είναι μια φυσική εξέλιξη, καθώς οι μεταναστευτικές κινήσεις τείνουν να οργανώνονται στο χώρο υποδοχής με υψηλές συγκεντρώσεις με κριτήρια τοπικότητας (τα αναφιώτικα ή τα κρητικά, για να θυμίσω κάτι) ή εθνικότητας. Πώς προκύπτουν αυτές οι χωρικές συγκεντρώσεις και ποιες ανάγκες εξυπηρετούν είναι νομίζω γνωστά. Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει το γκέτο με το κάνει να διαφέρει από μια άλλη μορφή, πιο ανοικτή, αστικής εγκατάστασης ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά προέλευσης είναι η απόσυρση της παραδοσιακής οικονομικής δραστηριότητας. Η οικονομία που εγκαθίσταται, καθώς η παλιά απομακρύνεται, είναι η οικονομία της ένδειας και η οικονομία της παραβατικότητας. Δε νομίζω να πιστεύει κανένας σοβαρά ότι το πρόβλημα λύνεται με την αστυνόμευση ή με άλλα κατασταλτικά μέσα.

Αυτό μας φέρνει στο πέμπτο σημείο. Ποιος ορίζει τους κανόνες του παιγνιδιού; Η συντεταγμένη πολιτεία, το κράτος και οι κρατικοί θεσμοί, οι ομάδες πολιτών, πολιτικές οργανώσεις, μεμονωμένα άτομα, που, ανεξαρτήτως προθέσεων και επιδιώξεων, παρεμβαίνουν στο απόλυτο κενό της κρατικής πολιτικής; Είδαμε περιοχές να «αστυνομεύονται» από μέλη ακροδεξιών οργανώσεων, είδαμε συγκρούσεις μεταξύ ελλήνων και αλλοδαπών, συγκρούσεις μεταξύ ελλήνων και ελλήνων, αυτοδικίες και εγκλήματα με αφορμή το φόβο. Η κρατική απουσία εξαντλείται στην καταστολή, η κοινωνική πολιτική έχει ανατεθεί στην εκκλησία και σε εθελοντικές οργανώσεις. Αν δεν υπάρξει ένας συνολικός νέος σχεδιασμός τα προβλήματα θα είναι σύντομα εκρηκτικά.

Έκτο. Είμαι φιλύποπτος στους νεολογισμούς. Ένας νέος όρος που μπαίνει στο λεξιλόγιό μας τείνει, συνήθως, να συσκοτίζει, παρά να διευκολύνει την κατανόηση. Ένας τέτοιος νεολογισμός είναι η «κυκλική μετανάστευση»: Αυτό που υπονοεί, αλλά το καλύπτει πίσω από την εσκεμμένη ασάφειά του, είναι ότι θέλουμε, πείτε το να αξιοποιήσουμε, πείτε το να εκμεταλλευθούμε, τους μετανάστες αλά καρτ: Να τους χρησιμοποιούμε, όταν τους έχουμε ανάγκη, και να τους διώχνουμε, όταν δεν μας χρειάζονται. Οι άνθρωποι, όμως, δεν είναι εμπορεύματα.

Τελευταίο σημείο. Μπορούμε να μάθουμε κάτι εμείς από τους μετανάστες; Νομίζω πως μπορούμε. Μπορούμε να δούμε σ’ αυτούς σχέσεις και ιδιότητες που τείνουμε να τις ξεχάσουμε. Σχέσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας, ιδιότητες αξιοπρέπειας και ανιδιοτέλειας. Μπορούμε να βελτιώσουμε το επίπεδο της αυτογνωσίας μας, να κατανοήσουμε το παρελθόν αυτής της χώρας, μιας χώρας, άλλωστε, μεταναστών και προσφύγων, να καταλάβουμε, δηλαδή, ποιοι είμαστε και πού πάμε.
Μπορούμε, τέλος, να διδαχθούμε από την οικονομία της πενίας στην οποία ασκούνται. ‘Όχι σαν μια αναγκαστική προσαρμογή στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης, αλλά ως μάθημα ήθους και κατανόησης της διαφοράς μεταξύ του αναγκαίου και του περιττού, της κατανάλωσης για τη ζωή και της κατανάλωσης για το θέαμα.

Με αυτές τις σκέψεις, τις οποίες δεν σας ζητώ να ενστερνιστείτε, αλλά να σκεφτείτε, κλείνω το Συνέδριο, ευχαριστώντας θερμά όλους και όλες εσάς που συμβάλατε, ως εισηγητές, σχολιαστές, ακροατές και διοργανωτές στην επιτυχή του έκβαση.