Ο Διονύσης με πήρε στο τηλέφωνο για να βρεθούμε με άλλους παλιούς συμμαθητές. Έχουν περάσει σχεδόν 41 χρόνια – από το 1970 – όταν τελειώναμε το Ζ Γυμνάσιο Αρρένων στο Παγκράτι. Σαράντα ένα χρόνια. Τόσο πολύς χρόνος και πέρασε σαν μια αστραπή. Μια μεγάλη περίοδος που άλλαξε τους έφηβους του τότε σε σχεδόν 60άρηδες – δε θα πω γέροντες, θα πω νέους στο κατώφλι των γηρατειών.
Ήταν η δεύτερη συνάντηση του είδους. Η πρώτη, πριν δέκα χρόνια, ήταν λαμπρότερη. Στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, τα δύο τμήματα του κλασσικού και το ένα του πρακτικού – γύρω στα 120 άτομα αριθμούσαμε τότε – μαζεύτηκαν και επιβεβαίωσαν τη μνήμη. Εγώ δεν είχα μπορέσει να πάω. Μια ξαφνική αδιαθεσία με καθήλωσε στο σπίτι. Τώρα όμως πήγα. Δεν θα το έχανα με τίποτε.
Το περιβάλλον οικείο, η ταβέρνα του Τσομπανάκου πίσω από το γήπεδο της Νήαρ Ηστ. Εκεί που πηγαίναμε στα 13-14 χρόνια μας τα πρωινά της Κυριακής να δούμε αγώνες της Α’ κατηγορίας Αθηνών: Παγκράτι, Δόξα Βύρωνα, ένα φεγγάρι Εθνικό Αστέρα, Ηλυσιακός, οι οπαδικές μας προτιμήσεις μοιρασμένες, στο «τριεθνές» των συνόρων Καισαριανής, Βύρωνα και Παγκρατίου. Χαζεύαμε τον αγώνα, χαζεύαμε τους ποδοσφαιριστές, ταυτιζόμασταν μαζί τους στα καλά, παίρναμε τις αποστάσεις στις γκέλες, φαντασιωνόμαστε τον εαυτό μας να φοράει τη στολή και να κάνει μαγικές τρίπλες, φαρμακερά σουτ και σωτήριες επεμβάσεις. Την άλλη μέρα δίναμε τη δική μας παράσταση στο υπόστεγο του σχολείου, να μην μας δει ο γυμνασιάρχης, κλωτσώντας πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας και, σπανίως, κανένα μικροσκοπικό τόπι.
Πήγα στην ταβέρνα λίγο μετά τις 9, την ώρα του περίπου ραντεβού. Μια ομάδα άγνωστων καθόταν σε τραπέζια βαλμένα σε Π. Τους κοίταζα και με κοίταζαν με απορία. Είναι, δεν είναι; Στο μυαλό μου καρφώθηκαν οι στίχοι:
«Και προχωρούσα
μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε»
μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε»
Πλησίασα διστακτικά να ρωτήσω, ενώ ένιωθα μια ντροπή για την έλλειψη ικανότητας αναγνώρισης. Ναι, αυτοί ήταν, εκείνοι που περάσαμε μαζί 6 χρόνια καθισμένοι στα σκαμμένα ξύλινα θρανία, που μοιραστήκαμε τις ίδιες αγωνίες, την ίδια τυρόπιτα - στη μέση ή και στα τρία - στο διάλειμμα, τις εντυπώσεις από την χθεσινή ταινία, την χοντρή πλάκα και το ελαφρύ δούλεμα. Αυτοί που καπνίσαμε το πρώτο τσιγάρο – απόδειξη του ανδρισμού μας- που ψιλομεθύσαμε για πρώτη φορά στην Πλάκα, που πήγαμε στο Σαββόπουλο και στο Χατζή παρέα, και στα μουσικά πρωινά στο Παγκράτιο με τους Πελόμα Μποκιού να παίζουν Rolling Stones.
Αυτοί οι ίδιοι. Ο Αντώνης, ο Βαγγέλης, ο Διονύσης, ο Στάθης, ο Θεόφιλος, ο Δημήτρης, ο Γιώργος, ο Γρηγόρης, ο Σπύρος, ο Μιχάλης, ο άλλος ο Σπύρος, ο Θόδωρος, ο Μπούρας που ποτέ δεν τον φωνάξαμε με το μικρό του όνομα, μερικοί ακόμα. Αυτοί οι ίδιοι, αλλά άλλοι. Τα αδύνατα κορμιά έχουν στρογγυλέψει, κοιλιές και στομάχια περίσσευαν, τα σφικτά κρέατα έχουν πλαδαρέψει, τα μαλλιά άλλων άσπρα, άλλων γκρίζα, σε μερικούς χαμένα για πάντα, στα πρόσωπα τα σημάδια των χρόνων που πέρασαν. Αγκαλιές, φιλιά, κτυπήματα στην πλάτη, σύντομες κουβέντες με καθένα χωριστά, οι μεζέδες είχαν έρθει και το κρασί κοκκίνιζε τα ποτήρια.
Καθώς κατέβαινε το κρασί ανέβαιναν, οι αναμνήσεις του τότε. Οι καθηγητές, η αγαπημένη όλων φιλόλογος μας κα Γεωργιάδου, ο μαθηματικός που πέθανε, ο νευρικός φυσικός που τον κρατήσαμε μόλις ένα δίμηνο, ο άλλος ο φυσικός ο μάγκας που μας πήγε στο πλανητάριο και όταν ο εκεί υπεύθυνος μας κατακεραύνωσε να κάνουμε ησυχία «γιατί εδώ δεν είναι τάξη σχολείου» πήρε το λόγο στο τέλος και είπε την υπέροχη φράση, τυπωμένη στο μυαλό όλων μας «εμείς χειριζόμαστε ψυχές παιδιών, δεν είμαστε χειριστές κομβίων» εξασφαλίζοντας την ευγνωμοσύνη μας και την μόνιμη αναγνώριση, ο καθηγητής τεχνικών με τα κομμένα δάκτυλα από ριπή γερμανού, ο κουφός μουσικός, οι νεαρές καθηγήτριες που αναζωπύρωναν τους μόνιμα πυρωμένους πόθους παρέλασαν ξανά και ξανά, οι ιστορίες έμπλεκαν η μία με την άλλη, ένας χορός σα γαϊτανάκι, σαν ταραντέλα, εικόνων, ήχων, συναισθημάτων.
Και οι απόντες. Πού είναι αυτός, γιατί δεν ήρθε ο άλλος, ποιος βλέπει τον τρίτο. Οι πληροφορίες να διασταυρώνονται, τα κενά να συμπληρώνονται αποσπασματικά, ατελώς, οι πιθανότητες να κυριαρχούν (θα πρέπει να είναι) και τα σενάρια να εκτυλίσσονται. Γι’ άλλους η πληροφορία ήταν σαφέστερη: αυτός τεχνικός στον ΟΤΕ, δεν πήρε σύνταξη και τώρα τρέχει συνέχεια γιατί αποχώρησαν όλοι οι τεχνικοί του οργανισμού μαζικά, ο άλλος δικαστής, ο μόνιμος απουσιολόγος (η «μάνα» όπως τον λέγαμε τρυφερά) στο αστεροσκοπείο, ο Κωνσταντίνος που ήρθε τελευταία χρονιά και ήταν μακράν ο καλύτερος στα φιλολογικά, που, αν και απόμακρος, είχε το σεβασμό όλων μας, που μας διάβαζε τις εκθέσεις του και μέναμε άφωνοι. Ο Κωνσταντίνος μπήκε πρώτος στη Φιλοσοφική με απόλυτο άριστα και οι φήμες λένε ότι είναι καθηγητής σε κάποιο πανεπιστήμιο, δεν μπόρεσα να τον εντοπίσω παρ’ όλο το ψάξιμο στο internet. Ο άλλος, χείριστος στα μαθηματικά στο σχολείο, έγινε καθηγητής μαθηματικών και έκανε και διδακτορικό. Πολλοί χαμένοι σα να τους κατάπιε η γη.
Και οι άλλοι απόντες. Οι μόνιμα πια απόντες. Ποιος πέθανε, πώς πέθανε. Έξι τον αριθμό καταγράψαμε των γνωστών θανάτων. Μια αυτοκτονία, θάνατος από καρδιά, καρκίνος, αυτοκίνητο.
Καθώς τους παρατηρούσα, έβλεπα τα σουσούμια του ενός και του άλλου να μένουν σταθερά: ο τρόπος της ομιλίας, οι κινήσεις των χεριών, οι στάσεις των σωμάτων. Ο Διονύσης, που στο πρόσωπό του κατάφερε να συνδυάσει την αψάδα του Ζακυνθινού πατέρα με τη γλυκύτητα της μητέρας του, έλεγε και ξαναέλεγε κάτι που το είχα ξεχάσει και όλοι το θεώρησαν μεγάλο αστείο.
«Πώς σε λένε παιδί μου;» με ρώτησε ένας καθηγητής. «ΔΕ-ΔΟΥ-ΣΟ-ΠΟΥ-ΛΟ» είχα απαντήσει συλλαβιστά με βαριά, μπάσα φωνή. Έτσι κατάλαβα επιτέλους ότι η μπασαδούρα που έχω στις φωνητικές χορδές δεν οφείλεται στο κάπνισμα και στη χρόνια φαρυγγίτιδα που μου προκαλεί αφωνία, κάθε που αλλάζει ο καιρός ….
Καταλαβαίνω τις προφανείς ενστάσεις του δυνητικού αναγνώστη: «Και μένα τι με κόφτει, ρε φίλε, για να διαβάζω τις συγκινήσεις σου, επειδή είδες δέκα φιλάρες που είχες κοντά μισό αιώνα να δεις;». Ή, ακόμα πιο σκληρά: «Αν σε νοιάζανε, ας τους έβλεπες συχνότερα, ας τους έψαχνες ολ’ αυτά τα χρόνια, μπας και τους αναγνώριζες κιόλας». Σωστά και τα δύο. Σαν τον Σκρουτζ, ξεκλείδωσα του κουτί του φαντάσματος των χρόνων που πέρασαν. Προνόμιο των ανθρώπων που είναι στην ηλικία μου, για τους οποίους ο χρόνος έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον, έστω και αμφίβολο. Αν σας φαίνεται γλυκανάλατο, ανούσιο και σαχλό, θα υποστηρίξω ότι, παρά την όποια ηλικία σας, είστε εξαιρετικά νέοι. Και αυτό δεν αποτελεί ψόγο.
3 σχόλια:
Μα η νεότητα δεν έχει να κάνει πάντα με την ηλικία αλλά με τη διάθεση, θα έλεγα. Κι απο διάθεση διακρίνω ένα χαμόγελο αινιγματικό σαν της τσοκόντας....
Με πολύ φαντασία τότε έβρισκες πλαστικά μπουκάλια!.....
Κι όμως υπήρχαν πλαστικά μπουκάλια στρογγυλά στη μορφή μπαλίτσας με πορτοκαλάδα
Δημοσίευση σχολίου