Διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα ο αναγνώστης διακρίνει, επισημαίνει και επικεντρώνεται σε πτυχές, καταστάσεις, συναισθήματα και χαρακτήρες που ένας άλλος αναγνώστης απλώς θα τα παρατηρούσε και θα προσπερνούσε αδιάφορα. Όπως στην καθημερινή μας ζωή, η πρόσληψη ενός λογοτεχνικού έργου μεσολαβείται από τον ίδιο τον αναγνώστη: τις γνώσεις, τις εμπειρίες, τις ευαισθησίες και τα συναισθήματά του. Αυτό που ο Αλτουσέρ ονόμασε «η προβληματική της ανάγνωσης», τα ερωτήματα που θέτουμε ως αναγνώστες στο κείμενο, ενυπάρχει «σε πρακτική μορφή», έστω και μη πλήρως συνειδητή, και μέσα από αυτή την προκατειλημμένη ανάγνωση συλλέγουμε τις αναγνωρίσιμες ψηφίδες και ανα-δημιουργούμε τη δική μας εκδοχή.
Διαβάζοντας τους «Άθλιους» του Ουγκώ, όταν ήμουν παιδί σε μορφή Κλασσικών Εικονογραφημένων, παρασύρθηκα από την πλοκή και το αίσθημα αδικίας. Αναπόφευκτο να υπερισχύσει η περιπέτεια και τα ηθικοπλαστικά στοιχεία, άφθονα, άλλωστε, στον Ουγκώ. Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας το πλήρες κείμενο αρκετές φορές, σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, «διάβασα» τα ηθικά διλήμματα των ηρώων, την ιστορία μέσα στο μυθιστόρημα, ίσως και μερικές πτυχές που δεν αφορούν παρά μόνο εμένα. Σήμερα, θα επιχειρήσω ένα διαφορετικό «διάβασμα»: την ανάγνωση των «Αθλίων» από την οπτική ενός οικονομολόγου που ασχολείται με την αγορά εργασίας.
Στους «Άθλιους» υπάρχει ένας χαρακτήρας που λειτουργεί ως ιδεατός τύπος του προλεταρίου, της μισθωτής εργασίας. Η Φαντίνα δίνει το όνομά της στο πρώτο μέρος του έργου, αλλά η παρουσία της είναι περιορισμένη. Η ιστορία της είναι ένα μικρό ρυάκι που προετοιμάζει, μαζί με άλλες μικρές, προσωπικές ιστορίες, τη δημιουργία του χειμάρρου που ακολουθεί. Η δράση της εξιστορείται σε λίγα κεφάλαια και ο θάνατός της έρχεται πριν ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος.
Η ιστορία της είναι, ελπίζω, γνωστή. Η Φαντίνα είναι μια νέα κοπέλα από μιαν επαρχιακή πόλη. Γοητεύεται από έναν νεαρό γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, τον ακολουθεί στο Παρίσι και ζει μαζί του ανέμελα, ώσπου αυτός την εγκαταλείπει, ενώ εγκυμονεί ένα κοριτσάκι. Χωρίς πόρους, η Φαντίνα επιχειρεί την επιστροφή στην πατρίδα. Αφήνει τη μικρή κόρη της στη φροντίδα ενός ξενοδόχου και της γυναίκας του έναντι αμοιβής, ώστε το ηθικό της παραστράτημα να μην αποτελέσει εμπόδιο στο να βρει δουλειά. Η εργασία βρίσκεται στο εργοστάσιο του Γιάννη Αγιάννη, πρώην κατάδικου, που πέρασε 20 χρόνια στα κάτεργα για ένα ψωμί που έκλεψε, προκειμένου να ταΐσει τα ανίψια του. Το εργοστάσιο ανθίζει χάρις στο κεφάλαιο που εξασφάλισε στον πρώην κατάδικο ένας άγιος εφημέριος, αλλά και στην εφευρετικότητα του ίδιου του Αγιάννη, που αλλάζει τον τρόπο παραγωγής. Η Φαντίνα αισθάνεται αισιοδοξία, αλλά το ηθικό της παράπτωμα μαθαίνεται, εκείνη απολύεται και αγωνίζεται να ζήσει ράβοντας στο δωμάτιό της. Η μοίρα της είναι σκληρή, καθώς οι οικονομικές απαιτήσεις του ξενοδόχου για τη διατροφή της κόρης της αυξάνονται. Μια υποτιθέμενη αρρώστια της κόρης οδηγεί τη Φαντίνα να ξεπουλήσει τα πάντα και να καταλήξει άθλια πόρνη. Η σωτήρια παρέμβαση του Αγιάννη έρχεται καθυστερημένη. Η Φαντίνα ξεψυχά με την υπόσχεση του Αγιάννη να φροντίσει την κόρη της.
Μελόδραμα. Χωρίς αμφιβολία. Όλα τα στοιχεία είναι μελοδραματικά: οι ατυχίες, οι αδικίες, οι καλοί, οι κακοί, οι ηθικοί, οι δυνατοί, οι αδύναμοι, οι ελεούντες και οι ανελέητοι. Χαρακτήρες αδροί και μονοδιάστατοι, που μπαίνουν στον κύκλο της ιστορίας με προκαθορισμένες αντιδράσεις και υπηρετούν χωρίς ταλαντεύσεις το ρόλο που τους έδωσε ο συγγραφέας. Ίσως με την εξαίρεση του Ιαβέρη, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Ας δούμε, λοιπόν, πίσω από το μελόδραμα. Η Φαντίνα δεν έχει χρήματα, δεν έχει περιουσία, δε μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια συγγενών και φίλων, δεν έχει παρά τον εαυτό της και την κόρη της. Τα λίγα που αποκόμισε από τη σχέση της με τον αριστοκράτη νέο – λινά, μετάξια και δαντέλες – τα ξεπουλά για να πληρώσει τα χρέη της στο Παρίσι και να χρηματοδοτήσει την πορεία της (γιατί ταξιδεύει με τα πόδια) προς την επαρχιακή της πόλη. Εκεί ελπίζει, αγνώριστη, να ζήσει με την εργασία της και να συντηρήσει την κόρη της.
Ο ιδεατός τύπος της μισθωτής εργασίας είναι προφανής: Η Φαντίνα δεν έχει μέσα παραγωγής, δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς, δεν έχει τίποτα. Ο ίδιος ο Ουγκώ φροντίζει να μας τη συστήσει: «Η Φαντίνα ήταν από τα όντα εκείνα, που φυτρώνουν … από τα έγκατα του λαού. Βγαλμένη από τα πιο ανεξιχνίαστα σκοτάδια, είχε στο μέτωπό της το σημάδι του ανωνύμου και του αγνώστου» (σ. 144). Μόνη της, διαθέτει μόνο την ικανότητά της να εργάζεται. Να εργάζεται ως μισθωτή, ώστε να αποκτήσει τα αναγκαία προς επιβίωση, τη δική της επιβίωση και της κόρης της. Αν μείνουμε σ’ αυτό, η «αποκάλυψη» είναι αδιάφορη. Όμως, πίσω από αυτό το σκαρίφημα, κρύβονται πολύ περισσότερα.
Πρώτον, η αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας, η αναπαραγωγή του εργαζόμενου ως βιολογικής και κοινωνικής οντότητας, η αναπαραγωγή της μελλοντικής γενιάς των εργαζομένων (κόρη) είναι πλήρως εμπορευματοποιημένη. Η Φαντίνα χρειάζεται χρήματα για να αποκτήσει τα αναγκαία προς το ζην, χρειάζεται χρήματα για τα τροφεία της κόρης της. Το κράτος έχει να της δείξει μόνο το πτωχοκομείο και στο παιδί της το ορφανοτροφείο-άσυλο, η εκκλησία δεν αποτελείται από άγιους επισκόπους και η φιλανθρωπία είναι όχι και τόσο αφιλοκερδής – ιδιαίτερα όταν αποδέκτης της είναι μια νέα γυναίκα. Ο Ουγκώ, συνεπώς, επιλέγει ως γυναίκα φορέα στο πρότυπο του μισθωτού, γιατί θέλει να εξαφανίσει κάθε δυνατότητα μη εμπορευματοποιημένης αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Να τονίσει με τη γυναικεία αδυναμία το εύθραυστο της βιολογικής και κοινωνικής υπόστασης των μισθωτών, καθώς εντάσσονται στις πλήρως εμπορευματοποιημένες σχέσεις του αναδυόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού. Αυτές οι εμπορευματοποιημένες σχέσεις (the money nexus) αποστερούν από τους μισθωτούς το δικαίωμα στην (άθλια) επιβίωση, κατά την έκφραση του Polanyi, που εξασφάλιζε η προγενέστερη κοινωνική οργάνωση. Η Φαντίνα εντάσσεται πλήρως στις ανταλλακτικές σχέσεις: Μισθώνει την εργασία της, πληρώνει τη διατροφή της κόρης της, πληρώνει για να αποκατασταθεί η υγεία της κόρης της, νοικιάζει δωμάτιο, αποκτά τα στοιχειώδη έπιπλα με δάνειο, αποκτά και ένα καθρέπτη, την πολυτέλεια να βλέπει την ομορφιά της να σβήνει, μέρα με τη μέρα. Και όταν απολύεται και ο μισθός σταματά, πάλι σε εμπορευματικές σχέσεις καταφεύγει: δουλεύει ράβοντας στο δωμάτιό της, όχι με μισθό, αλλά κατ’ αποκοπή, με το κομμάτι, για τον εργολάβο. Μόνο που η αμοιβή είναι μικρή και οι κίνδυνοι της εμπορευματοποιημένης παραγωγής πολλαπλάσιοι: Ο εργολάβος «αξιοποιεί» την πάμφθηνη εργασία των φυλακισμένων γυναικών, ο ανταγωνισμός είναι οξύς.
Η Φαντίνα, λοιπόν, ξεπουλά για να επιβιώσει: τα στολίδια, τα μετάξια, οι δαντέλες θυσιάζονται πρώτα. Μετά τα μαλλιά, τα δόντια ξεπουλιούνται, πολύτιμα μέλη του σώματος, αλλά και στολίδια, δηλωτικά της γυναικείας υπόστασής της. Μαθαίνει στην οικονομία της στέρησης, στην επιβίωση με το τίποτα. Το τίποτα όμως αναπαράγει το τίποτα, όχι την εργασιακή δύναμη, την ικανότητα να μπορεί να εργάζεται, πολύ δε περισσότερο να μεγαλώσει τη μέλλουσα γενιά των μισθωτών, την κόρη της. Χωρίς φως, χωρίς θέρμανση, με ελάχιστη τροφή, η αναπαραγωγή διακόπτεται. Πριν την οριστική διακοπή, το μοιραίο φυσικό θάνατο, ο ηθικός θάνατος: Η Φαντίνα κάνει πεζοδρόμιο.
Το πεζοδρόμιο, η συστηματική ή ευκαιριακή πορνεία, εμπλέκει τη γυναίκα σε τυπικές εμπορευματικές σχέσεις επίσης. Η απόλυτα σωματοποιημένη εργασία της πόρνης, που πρέπει να πνίξει τα συναισθήματα προς τον άλλον, αλλά, κυρίως, προς εαυτόν, για να μείνει ανέπαφη, ψυχρή, αμέτοχη, ικανή να υποδεχθεί και να ικανοποιήσει τον επόμενο τυχαίο πελάτη, δηλαδή να αναπαράξει την ειδική εργασιακή της δύναμη. Η Φαντίνα δεν διαθέτει την αναγκαία απόσταση από την εργασία της. Τα πειράγματα και οι ύβρεις των περαστικών δε γλιστράνε σα σταγόνες στο μουσαμά. Η Φαντίνα σπάει, δεν έχει τις ειδικές κοινωνικές και ψυχολογικές δεξιότητες του επαγγέλματος. Αντεπιτίθεται στην υβριστή, συλλαμβάνεται, απειλείται με εξάμηνη φυλακή.
Το πεζοδρόμιο, η αλητεία, οι μικροκλοπές, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας είναι σύμφυτα με τη δημιουργία της μισθωτής εργασίας, με τη συγκρότηση της αγοράς εργασίας. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ μισθωτής εργασίας και εγκλήματος, μεταξύ της καλβινικής ηθικής της έντιμης εργασίας και της ανηθικότητας είναι λεπτές και οι μισθωτοί τις διαβαίνουν συνεχώς. Σε μια κοινωνία που η έννοια του μισθωτού εργαζόμενου ταυτίζεται με εκείνη του φτωχού, σε μια κοινωνία, δηλαδή, γενικευμένης φτώχειας, σε μια κοινωνία όπου η πενία των πολλών είναι προϋπόθεση για την ευμάρεια του έθνους, κατά την έκφραση του Μαρξ, το αδήριτο μέλημα είναι η επιβίωση. Και στο βωμό της επιβίωσης, η ηθική είναι περιττή.
Η «ηθικοποίηση» της εργατικής τάξης είναι το μεγάλο κοινωνικό στοίχημα που διαρκεί περισσότερο από έναν αιώνα. Ο «όχλος» των αστικών κέντρων, διωγμένος από γη με τις περιφράξεις στην Αγγλία, δε μετατράπηκε ακαριαία σε μισθωτή εργασία. Η οικονομία των πολλαπλών ενασχολήσεων που διαδέχονται η μία την άλλη σύμφωνα με τις εποχές του χρόνου ή τις διαθέσιμες «ευκαιρίες» εργασίας, η ενίσχυση των άτακτων μεροκάματων με τα μικρο-εγκλήματα και την πορνεία, την επαιτεία και την αλητεία, αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Ο τρόμος της αστικής κοινωνίας, εκφρασμένος από τον Μάλθο, και κωδικοποιημένος, κατά τον Φράνκο Μορέττι, από τη Σέλεη στον Φραγκεστάιν, το δύσμορφο τέρας που αποκτά σώμα από μέλη νεκρών, που απαιτεί (ή, ορθότερα, εκλιπαρεί για) την αναπαραγωγή του (μια νύφη) προκαλώντας τρόμο στο δημιουργό του, που ανιχνεύει το μέλλον που θα προκύψει απ’ τη συναίνεσή του στο αίτημα (μια γενιά τεράτων!!!), πρέπει να καταπραϋνθεί. Το φάρμακο είναι γνωστό: το άσυλο, η φυλακή και το κάτεργο, ο διαχωρισμός σε αξιοπαθούντες και σε αναξιοπαθούντες των Νόμων περί Πτωχών. Το κράτος δραστηριοποιείται εξαπολύοντας τους κατασταλτικούς μηχανισμούς προκειμένου να επιτευχθεί ο κοινωνικός έλεγχος των «εργαζόμενων πτωχών». Ο έλεγχος του αριθμού και ο έλεγχος της συμπεριφοράς τους.
Οι δύο στόχοι της «ηθικοποίησης» προβάλλουν ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα: Ο όχλος πρέπει να γίνει νοικοκύρης. Να πάψει να σπέρνει νόθα, να καταπολεμήσει τα ένστικτα και την προδιάθεση στη μέθη. Και να γίνει πρόθυμος να εργασθεί στα εργοστάσια, τα ναυπηγία και τα ορυχεία, ζώντας σε τρώγλες που φτιάχνει δίπλα στο χώρο εργασίας, στη μολυσμένη ατμόσφαιρα από τους καπνούς των φουγάρων, στο κάρβουνο της ατμόσφαιρας και στην καρβουνόσκονη του δαπέδου, χωρίς αποχετεύσεις, χωρίς καν πατώματα ή παράθυρα. Κάθε ικμάδα ζωτικότητας, κάθε διαθέσιμη ενέργεια, πρέπει να διοχετευθεί στη σκληρή δουλειά, σε μια ζωή σύντομης διάρκειας, αλλά των μεγάλων ωραρίων εργασίας.
Η ηθικοποίηση της εργασίας καθοδηγεί τις πρώτες έρευνες πεδίου για τη φτώχεια και την κατάσταση των εργαζομένων. Ο Booth χρησιμοποιεί ένα ταξινομητικό σχήμα που βασίζεται σε ηθικά κριτήρια (η «άγρια και ημι-εγκληματική ομάδα, η ομάδα που αποτελείται από άτομα που για «για πνευματικούς, ηθικούς ή σωματικούς λόγους δεν είναι ικανοί για καλύτερη απασχόληση», οι δουλευτάδες που δεν προνοούν για το μέλλον, κλπ.). Ο Poulot τρεις δεκαετίες νωρίτερα ταξινομούσε τους μισθωτούς εργάτες στη Γαλλία. Η ταξινόμηση του Poulot παρομοιάζει με εκείνη του Booth, με τις κατώτερες ομάδες στην ιεράρχηση να χαρακτηρίζονται ως «βρώμικοι, αποκρουστικοί, χυδαίοι, άξεστοι, αδαείς, απερίσκεπτοι και κτηνώδεις», απρόθυμοι να εργασθούν τακτικά.
Ο διάσημος Ford, που πολύ μελάνι χύθηκε για χάρη του ως προσωποποίηση του φορντισμού, συνδύασε το μεροκάματο των 5 δολαρίων με το τμήμα προσωπικού της αυτοκινητοβιομηχανίας του, το οποίο ήταν επιφορτισμένο να παρακολουθεί την ιδιωτική ζωή των εργαζομένων: αν εκκλησιάζονται, αν πηγαίνουν σε μπαρ, αν ήταν καλοί οικογενειάρχες, αν είχαν ύποπτες επαφές με συνδικαλιστές και πολιτικούς αγκιτάτορες. Όσοι κρίνονταν ως ηθικά και πολιτικά προβληματικοί απλώς απολύονται: η πόρτα του Παραδείσου της πλουσιοπάροχης αμοιβής έκλεινε πίσω τους, όπως ακριβώς έκλεισε η πόρτα του εργοστασίου του Γιάννη Αγιάννη πίσω από την πλάτη – ή στα μούτρα - της αμαρτωλής Φαντίνας.
Το κράτος με τους θεσμούς του προσωποποιείται στον Ιαβέρη, τον άτεγκτο αστυνόμο που χωρίς ενδοιασμό εφαρμόζει το Νόμο. Όταν ο Νόμος έρθει αντιμέτωπος με το ηθικό δίλημμα, όταν αναρωτηθεί για το ηθικό περιεχόμενο των προβλέψεων και των εντολών του, αυτοκαταργείται: Ο Ιαβέρης αυτοκτονεί, δίνοντας διέξοδο στην προσωπική του κρίση, καθώς αντιλαμβάνεται ότι το δικό του δίκαιο, το δίκαιο του Νόμου, δεν είναι παρά ένα τυπικό δίκαιο, στερημένο ηθικού περιεχομένου, δηλαδή ένα δίκαιο – μη δίκαιο, που παράγει την αδικία αντί της δικαιοσύνης. «Πρώτη απ’ όλες τις εξουσίες, είναι η συνείδηση» (σ. 223), τα λόγια που βάζει ο Ουγκώ στο στόμα του Αγιάννη στην πρώτη αντιπαράθεση με τον Ιαβέρη. Η εξουσία του Νόμου έρχεται αντιμέτωπη με την εξουσία της συνείδησης και, τουλάχιστον, στους Άθλιους, στον Ουγκώ όπως και στον Σοφοκλή, ηττάται κατά κράτος. Στη λογοτεχνία ο συγγραφέας μπορεί να επιβάλει τους ηθικούς κανόνες.
Αλλά το έργο έχει ήδη επιτελεσθεί όχι από τον κρατικό μηχανισμό, αλλά από την αστική κοινωνία. Το κράτος βάζει την τελική πινελιά στο δράμα. Το «πέρασμα» της Φαντίνας από την τακτική εργασία στο εργοστάσιο στην επισφάλεια της κατ’ αποκοπήν εργασίας του ραψίματος στο δωμάτιό της και της πορνείας στους δρόμους της πόλης εξασφαλίζεται από την ηθική της επιστάτισσας του εργοστασίου, αυτής που αναλαμβάνει στο χώρο της παραγωγής το ρόλο του κεφαλαίου, ρόλο πολιτικό και, προφανώς, ιδεολογικό, όπως μας έμαθε ο Πουλαντζάς. «…(Η) επιστάτρια δίκασε τη Φαντίνα και την καταδίκασε μόνη της» (σ. 205) Το τμήμα προσωπικού του Φορντ μονοπρόσωπο.
Η Φαντίνα δεν αντιμετωπίζει μόνο την οικονομική ανέχεια και την επισφάλεια. Ζει απομονωμένη από τις άλλες εργάτριες, τις πρώην συναδέλφους της, στο δωματιάκι της, προσπαθώντας να κρατήσει τους ρυθμούς παράδοσης που καθορίζει ο έμπορος, δουλεύοντας όσο της επιτρέπει το φως της ημέρας και του μοναδικού κεριού που διαθέτει. Νοιώθει την απομόνωσή της, νοιώθει την αποστροφή τους, ίσως γιατί ο φόβος μη τυχόν μοιραστούν την ατυχία της πνίγει κάθε συναίσθημα ανθρώπινης τρυφερότητας και συμπάθειας. Ακόμα και για τη Φαντίνα, το μοναχικό χορταράκι, η ανάγκη της συντροφικότητας ικανοποιείται στη δυσδιάκριτη φιγούρα της γριάς Μαργαρίτας, που με την εμπειρία της στην απόλυτη φτώχια, την εισάγει στην οικονομία της πενίας. Υπόμνηση, μακρινός αχός, του ρόλου μιας διαλυμένης από τις εμπορευματικές σχέσεις οικογένειας, αλλά καθοριστικής για την αναπαραγωγή του πιο εύθραυστου απ’ όλα: της εργασίας, δηλαδή, του φορέα της, του ίδιου του εργαζόμενου
Όσοι δε σπεύδουν να καταδικάσουν τους μετανάστες για το παρεμπόριο και την πορνεία, όσοι δεν οικτίρουν τους συμπολίτες τους που μαζεύουν τα υπόλοιπα των λαϊκών αγορών, όσοι δεν αποδίδουν στους άνεργους την ευθύνη για την ανεργία και στους φτωχούς την ευθύνη για τη φτώχια, όσοι διακρίνουν στο εγγύς μέλλον το τραχύ απώτερο παρελθόν, όσοι αντιλαμβάνονται ότι η καταστολή του κράτους είναι σήμερα το υποκατάστατο των κοινωνικών υπηρεσιών, όσοι διατηρούν τη συνείδηση ως υπέρτατη εξουσία, ξέρουν τι πρέπει να γίνει. Χωρίς εγωισμούς, χωρίς ταλαντεύσεις, χωρίς μικροπολιτικές, κυρίως, χωρίς ανοησία.