Η έρευνα των συναδέλφων Χρήστου Παπαθεοδώρου και Γιάννη Δαφέρμου επιβεβαιώνει, για άλλη μία φορά, τα εμπειρικά ευρήματα μιας πληθώρας πρόσφατων ερευνών που δείχνουν ότι η φτώχεια και η οικονομική αποστέρηση δεν αποτελούν «προνόμιο» των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας: των άνεργων, των αδύναμων να ενταχθούν εξ αιτίας σωματικών, πνευματικών ή εργασιακών μειονεκτημάτων, ή των ομάδων που λόγω ηλικίας ευρίσκονται σε μια οριακή θέση έναντι της δομής απασχόλησης, δηλαδή, των συνταξιούχων ή των νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία, ή ακόμη ομάδων του πληθυσμού που αντιμετωπίζονται με δυσπιστία ως προς τις εργασιακές τους ικανότητες (γυναίκες) ή με ανοικτή προκατάληψη (μετανάστες). Η φτώχεια διευρύνεται μεταξύ των κοινωνικών ομάδων που είναι ενταγμένες στην αγορά εργασίας και στη δομή της απασχόλησης και η διεύρυνσή της στα στρώματα των «νέων πτωχών» συνδέεται με την αύξηση της ανισότητας στην ατομική – οικογενειακή και λειτουργική διανομή του εισοδήματος που παρατηρείται στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και συνεχίζεται στον τρέχοντα.
Όποιος παρακολουθεί τη διαδρομή της έννοιας της φτώχειας από τον 19ο αιώνα ως τις ημέρες μας αντιλαμβάνεται ότι η έννοια της μεταβάλλεται διαχρονικά. Οι μεταβολές στην έννοια της φτώχειας και τις αλλαγές στο περιεχόμενό της σχετίζονται με μετατοπίσεις που εμφανίζονται σε αναφορά στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον και στις κυρίαρχες εκάστοτε ιδεολογικές και πολιτικές (και κοινωνικο-φιλοσοφικές) σχηματοποιήσεις. Ο Merrien το διατυπώνει με πλήρη επάρκεια: «Το ζήτημα της φτώχειας δεν τίθεται ποτέ με αυστηρά τεχνικούς όρους. Συνδέεται πάντοτε με ερμηνείες, με συστήματα αξιών και αναφορών, άρα με συγκρούσεις» (1996, 33). Το πραγματολογικό υλικό, τα στατιστικά στοιχεία, μόνα τους δεν ερμηνεύουν, δεν αφηγούνται την ιστορία της φτώχειας και την ιστορία των φτωχών. Χρειάζονται να δανεισθούν την αφηγηματική πληρότητα της θεωρίας, να ενταχθούν σ’ ένα, λίγο ή πολύ, συνεκτικό πλαίσιο, ώστε να μας επιτρέψουν να σηκώσουμε το πέπλο του προφανούς και να δούμε πίσω από στατιστικές, ανεκδοτολογικές καταγραφές, ατομικές ιστορίες, τους κοινωνικούς μηχανισμούς.
Εκτός, όμως, από τις αλλαγές στο νόημα της φτώχειας ένα δεύτερο στοιχείο είναι οι μεγάλες επιστροφές, μια την ύπαρξη κυκλικότητας στον τρόπο που γίνεται κατανοητή η φτώχεια, στις κοινωνικές κατηγορίες που εντάσσονται στην κατηγορία των φτωχών. Ο τρόπος που κατανοούμε σήμερα την φτώχεια και τους φτωχούς δεν διαφέρει σημαντικά από τις αντιλήψεις του 19ου αιώνα.
Η φτώχεια του 19ου αιώνα περιλάμβανε τόσο τους εξαθλιωμένους (paupers), όσο και τους μισθωτούς (working poor). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με την εμπέδωση του Κράτους Πρόνοιας το ζήτημα της φτώχειας αντικαταστάθηκε από το ζήτημα της ανισότητας της διανομής του εισοδήματος, στις αναπτυγμένες χώρες, και έμεινε ως κοινωνικό πρόβλημα που αφορούσε ουσιαστικά τις λιγότερο αναπτυγμένες, αγροτικές, οικονομίες. Η μαζική ανεργία του τέλους του 20ου αιώνα συνδέθηκε με την εμφάνιση του νεολογισμού του «κοινωνικού αποκλεισμού» ως έννοιας που φιλοδόξησε να αντικαταστήσει την έννοια της φτώχειας, αλλά, ταυτοχρόνως, να προκαταλάβει την ερμηνεία της. Αν και γενικότερη ως έννοια από εκείνη της φτώχειας, ενίσχυσε πρακτικά τη διχοτομική κατηγοριοποίηση ταυτίζοντας τον άνεργο με τον κοινωνικά αποκλεισμένο και τον εργαζόμενο με τον κοινωνικά ενταγμένο. Η πρόσφατη εξέλιξη, η εμφάνιση της νέας φτώχειας και των «νέων φτωχών» μας επαναφέρει στην έννοια των working poor, των φτωχών, που η εργασία τους δεν τους εξασφαλίζει το κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης.
Η επιστροφή της φτώχειας του τέλους του 20ου – αρχών 21ου αιώνα στις έννοιες που κυριαρχούσαν έναν αιώνα και περισσότερο πριν είναι ενδεικτική μιας διαμορφωμένης κοινωνικής κατάστασης, η οποία, όμως, φαίνεται να διαφεύγει από τα τρέχοντα αναλυτικά εργαλεία και συστήματα θεωρήσεων. Η εμφάνιση της νέας φτώχειας και των νέων φτωχών σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας και μεγάλης κλίμακας συσσώρευσης πλούτου επαναφέρει έννοιες και αναλύσεις που έμοιαζαν μέχρι πρότινος παλαιωμένες και ανυπόληπτες. Αναφέρομαι στην ανάλυση του Μαρξ για τη διαλεκτική πενίας – πλούτου, στην έννοια των εργαζόμενων πτωχών του 19ου αιώνα, μια έννοια που ταύτιζε τον φτωχό με τον μισθωτό εργαζόμενο σε μια κοινωνία έντονης εκβιομηχάνισης, αλλά γενικευμένης πενίας. Επαναφέρει, επίσης, στο προσκήνιο την ανάλυση του Myrdal για το φαύλο κύκλο αναπαραγωγής της φτώχειας, ιδιαίτερα επίκαιρη σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον, όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ακόμη, ίσως, και το δημογραφικό πρότυπο της φτώχειας του Rowntree, που επισημαίνει την ένταση της φτώχειας στην αρχική περίοδο ένταξης των ατόμων στην αγορά εργασίας (νέοι σε ηλικία) και στους απόμαχους.
Οι έννοιες και οι αναλύσεις, ακόμη και οι εμπειρικές έρευνες, παλαιότερων εποχών μπορεί να γίνουν πολύτιμα εργαλεία για την κατανόηση των σύγχρονων φαινομένων, αλλά και για την υπόδειξη των αναγκαίων ριζικών μετασχηματισμών στο επίπεδο της ασκούμενης πολιτικής. Καθώς η ακαδημαϊκή κοινότητα μοιάζει μαγεμένη από τις «μαγγανείες» της νεοκλασικής θεώρησης, καθώς η επιστημονική σκέψη μοιάζει ρευστοποιημένη, κατακερματισμένη και ανίκανη να δει κριτικά την περιρρέουσα πραγματικότητα, εργαλειοποιημένη και νομιμοποιούσα τις κυρίαρχες πολιτικές, η αποκατάσταση της ιστορικής της μνήμης, των μεγάλων σχολών σκέψης, των μεγάλων αφηγήσεων και των κοινωνικών προοπτικών, αποτελεί αναγκαιότητα, η σημασία της οποίας δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Τι γνώση μας φέρνει το παρελθόν, γνώση χρήσιμη για την κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας και, ταυτοχρόνως, πρακτική, με την έννοια ότι δείχνει τα όρια και τις ανεπάρκειες των εφαρμοζόμενων πολιτικών;
Οι έρευνες πεδίου για τη φτώχεια είναι η μεγάλη καινοτομία του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα. Στο Λονδίνο ο Booth, στο βιομηχανικό βορρά της Αγγλίας ο Rowntree έρχονται να ανανεώσουν το ενδιαφέρον για τη φτώχεια και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, όπως αυτό είχε αρχικά εμφανισθεί στη Γαλλία με τον Villerme και τον Fregier, ήδη από το 1840.
Αν οι Villerme και Fregier επισημαίνουν την εγγενή ανασφάλεια που συνεπιφέρει η άνοδος του βιομηχανικού καπιταλισμού για τη ζωή των γάλλων εργαζομένων, ο Booth παρακινείται από την συνύπαρξη του πλούτου και της πενίας, από την εμμονή μιας μεγάλης μάζας φτωχών, που ξεπερνούσε το 25% του πληθυσμού του Λονδίνου, σε μια περίοδο οικονομικής ευμάρειας, όπως εκείνη του τέλους του 19ου αιώνα. Η προσέγγισή του διαφωτίζει τους διαχωρισμούς στην τάξη των μισθωτών, αν και το κριτήριο των διαιρέσεων που χρησιμοποιεί αντανακλά τα ήθη και την ηθική της βικτοριανής εποχής: Τα κριτήριά του είναι ηθικά, αλλά αυτά τα ηθικά κριτήρια κατανέμουν τους μισθωτούς σε θέσεις εργασίας που χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βαθμούς επισφάλειας.
Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ο Beveridge και λίγο αργότερα ο Marshall αποδίδουν την ανεργία και τη φτώχεια στην αστάθεια της απασχόλησης, που, όμως, δεν οφείλεται στα ηθικά χαρακτηριστικά των μισθωτών, αλλά στην «αρχαϊκή» δομή της τότε βρετανικής οικονομίας. Θεσμοί όπως τα δημόσια γραφεία εργασίας και τα επιδόματα ανεργίας εισάγονται, με την προτροπή του Beveridge, από τον Winston Churchill, σε αντικατάσταση των διαβόητων Νόμων για τους Φτωχούς, με στόχο να διευκολύνουν το πέρασμα από την αστάθεια της απασχόλησης στη μονιμότητα και σταθερότητα της εργασιακής σχέσης.
Αυτό που ήταν η κατάρα, που έπρεπε να αντιμετωπισθεί με τη δημιουργία νέων θεσμών, θεσμών κοινωνικής πολιτικής, στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε η πανάκεια επίλυσης των προβλημάτων του τέλους του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα. Η επισφάλεια της εργασίας, η μερική απασχόληση, η εργασία ορισμένου χρόνου, οι συμβάσεις έργου, η εκ περιτροπής εργασία θεωρούνται ως σύγχρονες μορφές εργασίας, ικανές, κατά περίπτωση, να διασφαλίσουν τα επίπεδα απασχόλησης, την αυξημένη παραγωγικότητα, την κερδοφορία, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, ακόμη και τη συμφιλίωση προσωπικής και οικογενειακής ζωής με την εργασία.
Η εργασία έχει παύσει να αντιμετωπίζεται ως παραγωγός αξιών και πλούτου, όπως ήταν στο κλασικό σύστημα πολιτικής οικονομίας, ως πηγή κατανάλωσης και σταθεροποίησης της συνολικής οικονομίας, όπως ήταν στο σύστημα του Keynes, και αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως στοιχείο του κόστους, και μάλιστα ως το στοιχείο του κόστους που μόνο θα αναλάβει να απορροφήσει τις διαταραχές το οικονομικού περιβάλλοντος: από τις τεχνολογικές καινοτομίες, την πληροφορική και τη ρομποτική, ως τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και του εξωτερικού εμπορίου, από την ύφεση και την ανοικτή ανεργία ως την εμπέδωση των νέων καταναλωτικών προτύπων.
Η αντιμετώπιση της εργασίας αποκλειστικά ως στοιχείου του κόστους έχει συγκεκριμένες συνέπειες.
Πρώτον, οδηγεί στην διαχείριση της εργασίας σαν να ήταν ένας απανθρωπισμένος συντελεστής παραγωγής. Πρέπει να είναι διαθέσιμος, όταν χρειάζεται, και να αποσύρεται, όταν δεν χρειάζεται. Τα ευέλικτα ωράρια, η ευελιξία του ετήσιου χρόνου εργασίας, η κατάργηση της υπερωριακής αποζημίωσης είναι τα αιτούμενα, και, κυρίως, η ελευθερία των απολύσεων. Αυτό είναι το πρόγραμμα της «αριθμητικής» ευελιξίας και της ευελιξίας του χρόνου, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να προσαρμόζουν τον αριθμό των εργαζομένων και τον χρόνο εργασίας στις επιδιώξεις του μέγιστου κέρδους.
Δεύτερον, το άμεσο κόστος της εργασίας (μισθός), όπως και το μη μισθολογικό κόστος οφείλει να μειωθεί. Ο ασφαλέστερος τρόπος μείωσης δεν είναι παρά η εξατομίκευση των συμβάσεων εργασίας, ιδιαίτερα σε συνθήκες ανεργίας.
Τρίτον, ταυτοχρόνως, η εργασία πρέπει να διατηρεί την ικανότητά της να συμβάλει στην παραγωγή, όταν χρειάζεται βεβαίως. Η διατήρηση της ικανότητας προς εργασία και η προσαρμογή αυτής της ικανότητας σ’ ένα μεταβαλλόμενο τεχνολογικά και οργανωτικά περιβάλλον, συνεπάγεται ένα υψηλό κόστος. Κόστος όχι μόνον συντήρησης της υλικής οντότητας των εργαζομένων, αλλά και προσαρμογής των ειδικών εργασιακών τους ικανοτήτων. Το κόστος αυτής της προσαρμογής ανακατανέμεται εις βάρος των μισθωτών. Οι εργαζόμενοι καλούνται να μεταβληθούν σε επενδυτές, να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο, σε εκπαίδευση, κατάρτιση και εργασιακή εμπειρία, σε τεχνικές και, πολύτιμές, κοινωνικές δεξιότητες, αναλαμβάνοντας, ταυτοχρόνως, τον κίνδυνο η επένδυση να αποβεί άγονη, το προϊόν να μη βρει αγοραστή. Στο πλαίσιο αυτό μιας μυθικής «λειτουργικής ευελιξίας» οι επαγγελματικές κατηγορίες και οι ειδικεύσεις διαλύονται και αντικαθίστανται από την έννοια της «δεξιότητας».
Τρίτον, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας μεταλλάσσεται, καθώς ενισχύεται το διευθυντικό δικαίωμα, ενώ περιστέλλονται κοινωνικά και, συχνά, ατομικά δικαιώματα.
Το σύνολο αυτών των μεταβολών έχουν καλυφθεί πίσω από τον όρο «ευελιξία» της αγοράς εργασίας. Η λέξη «ευελιξία» είναι απλώς ένας κλασικός ευφημισμός, υποκρύπτοντας την πραγματική έννοια της απορρύθμισης του θεσμικού πλαισίου και της μετατροπής της εργασίας σε επισφαλή εργασία.
Επισφαλής εργασία. Ο κύκλος έκλεισε. Η επιστροφή των εργασιακών σχέσεων στον 19ο αιώνα, πριν οι Beveridge και Marshall διαγνώσουν στην επισφάλεια τα αίτια της φτώχειας και της εκτεταμένης ανεργίας των αρχών του 20ου αιώνα. Η φτώχεια των σύγχρονων μισθωτών έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη φτώχεια των προ-προπαπούδων μας. Δυστυχώς για τους σύγχρονους, καθώς γιατί εκείνοι ήταν σ’ έναν αγώνα για να κερδίσουν, ενώ σήμερα αγωνιζόμαστε να μην χάσουμε αυτά που χθες ήταν απολύτως αυτονόητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου