ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΝΗΝΤΑΡΗΣ
Το καράβι μου βούλιαξε κοντά στην ακτή αυτή
Πριν από χρόνια πολλά – πόσα δε θυμάμαι ακριβώς.
Ίσως και να βυθίστηκε στο λιμάνι, στον παρθενικό του απόπλου
Και όσα ακολούθησαν κατασκευές να είναι του μυαλού μου
Φαντάσματα της σκέψης μου, εφιάλτες του ύπνου
Που μέσα τον αξύπνητος ανασαίνω.
Επιθυμίες μιας άλλης ηλικίας, παραμύθια που κάπου άκουσα
Σα ζωές άλλων, μα τίποτα δικό μου.
Τον φρικτό το γίγαντα που σκότωσε τους συντρόφους μου
Ίσως ποτέ να μην τον τύφλωσα,
να μην τον παράδωσα ποτέ περίγελο στους ομοίους του
Αν και τη βρωμερή αποφορά του ακόμα και τούτη τη στιγμή
Στο σβέρκο μου αισθάνομαι.
Τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τα θέλω και τα πρέπει μου,
Ποτέ δε νίκησα και από το στενό τους ακέραιος δεν πέρασα.
Παρά έξω, στ’ ανοικτά αρμένιζα,
κύκλους κάνοντας στην ασφάλεια της απόστασης,
Θάρρος μαζεύοντας σε τρύπιους ασκούς.
Πάντα λειψό το ‘βρισκα τα στοιχειά για να παλέψω.
Αφέθηκα στον άνεμο και στα ρεύματα να διαλέξουν εκείνα την πορεία.
Τα θέλγητρα της Κίρκης και της Καλυψώς;
- Ονειροφαντασίες μήπως; -
Με ‘ζωναν όταν ο ύπνος τα βλέφαρά μου έκλεινε βαριά
Κι ο πόθος με κυρίευε για να κάνει το ξύπνημά μου ανυπόφορο
Τη μοναξιά μου πιο μοναχική.
Τ’ αγκαλιάσματά μας στις θαλασσινές σπηλιές και στα μαγικά παλάτια
Τα χάιδια τα ηδονικά και οι αναστεναγμοί τους
Κατέληγαν αλάθευτα σε γοερό πρωινό θρήνο
Που μόνος μου τον άκουγα να ηχεί στα σωθικά μου.
Εχθρούς πολλούς ενίκησα, τους Τρώες και τον Ποσειδώνα,
Τους ίδιους τους συντρόφους μου, τους χειρότερους απ’ όλους
Με τεχνάσματα περίτεχνα και λόγια φλογερά παγίδεψα
– ή έτσι μου φάνηκε μόνο;
Κι αν τους νίκησα γιατί δεν τολμώ στα μάτια να κοιτάξω,
λες και η καταφρόνια τους
σκληρότερη από το δόρυ που το στέρνο τους τσάκισε,
πικρότερη από τη θάλασσα που τους κρατά στα βάθη. …
Γιατί σαν τους συναντώ τρέμω μη μου ζητήσουν
Το τρόπαιο να δείξω που μαζί κερδίσαμε, με το δικό τους αίμα,
Μόνο που αντάλλαξα τη δάφνη του με φήμη, πλούτη και δικαίωμα
Στο πρυτανείο να σιτίζομαι
Δεν ξέρω τι έζησα και τι όχι.
Μοιάζουν όλα, αλήθειες και ψέματα, ένα:
Η πραγματικότητα ίδια με το όνειρο, η δειλία και η αντρεία απαράλλακτες,
η σοφία και η μωρία σιαμαίες αδελφές.
Το ίδιο μοιάζει η περηφάνια με τη χαμέρπεια,
Τα αντίθετα ενώνονται
Και το λογικό μου παραλογίζεται.
Ίσως γιατί η μόνη μου διαδρομή ήταν εκεί στο Νότο
Και το μόνο μου κατόρθωμα ήταν που γεύτηκα τον καρπό,
γρήγορα τον εντόπισα στο δέντρο του αφύλακτο
– ή μήπως εσκεμμένα ήταν έτσι;
Τον καρπό τον γλυκό
Που θολώνει την κρίση, εξασθενίζει τη μνήμη, γαληνεύει την οργή,
Αμβλύνει τη συνείδηση, επιτήδεια ιδιοποιήθηκα,
αόρατος μπροστά σε όλους
Χωρίς ντροπή.
Επίπλαστος και πλαστικός βρέθηκα στο κανάλι αυτό
– δεν ξέρω πώς, αλλά κόπιασα πολύ
την επεξεργασμένη εικόνα μου να δω πολλαπλασιασμένη στην οθόνη -
Διηγούμενος ποιος ξέρει τίνος άθλους,
μοιράζοντας απλόχερα ψιχία του καρπού της λήθης,
διακονευτής και διακονιάρης
της αιώνιας ανίας της στιγμής αυτών που κολακεύω
ενώ βαθιά περιφρονώ,
διατηρώντας μύχια τον καθωσπρεπισμό μου
και τη ξεθωριασμένη ανάμνηση του άλλου εαυτού μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου