Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

ΜΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Μια φωτογραφία, λοιπόν, που ήρθε στα χέρια μου πριν από δύο χρόνια. Μια φωτογραφία από μια σχολική εκδρομή πριν 54 χρόνια - μισός αιώνας και....



Μαθητής στην 3η Δημοτικού, στο 11ο Δημοτικό Σχολείο του Βόλου ήμουν. Στο "Ψωροενδέκατο" που λέγαν οι Βολιώτες, λίγο από περιφρόνηση, λίγο από ζήλεια. Καλό το σχολείο ήταν, Το καλύτερο στο Βόλο. Συγκέντρωνε παιδιά "καλών και εύπορων" οικογενειών. Εξ ου και το "ψωρο" που του κόλλησαν μπροστά. Πήγα εκεί από την πρώτη δημοτικού και έφυγα τελειώνοντας την τρίτη. Για Αθήνα - πήρε μετάθεση ο πατέρας μου. 
Πήγα λοιπόν εκεί Σεπτέμβριο του 58. Μαζί με τον Δημήτρη, την αδελφή του τη Φιλιώ, την Τώνια, τον Χρήστο, τον Περικλή. Παιδιά από τη γειτονιά - μερικοί και από το νηπιαγωγείο, πίσω από τον Άγιο Βασίλειο, στο οποίο πήγαινα σπανίως, γιατί μου άρεσε ο πρωινός ύπνος και μας έδιναν υποχρεωτικά γάλα ζαχαρούχο (μπλαχ!) και τυρί κονσέρβα κίτρινο (ξανά μπλαχ). Φτώχεια και πείνα μετά την κατοχή, τον εμφύλιο, τους σεισμούς ... και αμερικάνικη βοήθεια.

Πρώτη μέρα στο σχολείο, μαζευτήκαμε τα πρωτάκια, κτύπησε το κουδούνι. αμηχανία εμείς, άνετοι οι μεγαλύτεροι, κοιτάζαμε απορημένοι και κοιταζόμασταν να παίρνουμε κουράγιο. Αγιασμός, άρχισε να μιλάει ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Κρανιάς (αν θυμάμαι καλά), είπε διάφορα και αδιάφορα, και σύστησε στο σχολείο "τη νέα συνάδελφο, εξαιρετική δασκάλα και παιδαγωγό", όπως είπε "που θα μας δίδασκε από την πρώτη τάξη με τη νέα μέθοδο Ντεκρολί".
"Ντεκρολί - μπεκρολί" είπα μέσα μου επηρεασμένος από τις γελοιογραφίες του κόμματος Βαρελοφρόνων στο Ρομάντζο που αγόραζε ανελλιπώς η μάνα μου κάθε Τρίτη. Η αγωνία μου, όμως, μπροστά στο καινούργιο ήταν πολύ μεγάλη, ώστε να χαρώ, έστω και από μέσα μου, το ευφυολόγημα μου.

Πήρε το λόγο η δασκάλα μας. Κυρία Καίτη Οικονομίδου, μάθαμε το όνομά της. Άρχισε κι αυτή να μιλάει και να εξηγεί – όχι σε μας, στους γονείς που ήταν εκεί – τι ήταν η μέθοδος Ντεκρολί. Εμείς δεν καταλαβαίναμε και τίποτα, μόνο που θα διαβάζαμε χωρίς να συλλαβίζουμε. Άλλο τίποτα. Εκείνη είπε πολλά και οι συζητήσεις ανάμεσα στους «γονείς» άναψαν από το ίδιο απόγευμα. Η μάνα μου δεν είχε παρασταθεί στη «σεμνή τελετή», άκουγε τις γειτόνισσες, ρωτούσε, δεν μιλούσε. Ούτε εγώ, τι να πω άλλωστε.

Τέλειωσε ο λόγος, μας οδήγησαν στην αίθουσα, στην τάξη μας. Στο ισόγειο, μεγάλη, ο ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα, μεγάλα παράθυρα, ένας μεγάλος πίνακας, πράσινος, αν θυμάμαι, στον τοίχο. Γύρω – γύρω μικρά τραπεζάκια για μας τοποθετημένα σε σχήμα Π, με καρέκλες, και πίσω από κάθε τραπεζάκι ένας μικρός πίνακας στον τοίχο, βαμμένος: ροζ, πορτοκαλί, πράσινος. Οι ατομικοί μας πίνακες. Σε λίγες μέρες γράφαμε μόλις μπαίναμε την ημερομηνία και την ορθογραφία της ημέρας σ’ αυτούς.

Θυμάμαι την πρώτη πρόταση που γράψαμε εκείνη την πρώτη μέρα στα τετράδιά μας. «Όλα τα παιγνίδια μας αρέσουν». Τσακ μπαμ. Το δικό μου τετράδιο δεν είχε γραμμές (δεν θυμάμαι γιατί) και τα γράμματα άρχιζαν να ανηφορίζουν και να μεγαλώνουν όσο απομακρυνόντουσαν από την αρχή. Το πήρα είδηση περίπου στη μέση, είπα να το διορθώσω, θα μου χαλάσει τη συμμετρία σκέφτηκα, το άφησα να συνεχίσει το δρόμο του με το τελικό «ν» σχεδόν διπλάσιο από το αρχικό «Ο». Πλάκα είχε, εν τέλει.

Γράφαμε με μολύβι. Αρχικά. Γιατί μετά έπρεπε να γράφουμε με πένα και μελάνι. Όχι με στυλό διαρκείας, ούτε με στυλό μελάνης, με κονδυλοφόρο, με πενάκι, με στυπόχαρτο, με μπουκαλάκι μελάνης. Για να μάθουμε να κάνουμε «ωραία, μεγάλα και στρογγυλά γράμματα», όπως έλεγε η κυρία Καίτη. Και τα σβησίματα απαγορεύονταν δια ροπάλου. Η σελίδα στο τετράδιο αντιγραφής έπρεπε να είναι άψογη. Πόσες σελίδες έσκιζε κάθε φορά η μάνα μου μέχρι να πετύχω τη συνταγή, μη τα ρωτάτε.

Μάθαμε λοιπόν να γράφουμε. Με ωραία, μεγάλα και στρογγυλά γράμματα, και, οπωσδήποτε, ίδιου μεγέθους. Και μάθαμε και άλλα πράγματα, πολλά. Να έχουμε φυτολόγιο, να φτιάχνουμε χάρτες, να απεικονίζουμε τη Θεσσαλία στην αμμοδόχο με κιμωλίες χρωματιστές, να γράφουμε στίχους, να μετράμε αποστάσεις «με δρασκελιές», να φροντίζουμε τον κήπο του σχολείου, να χορεύουμε συρτό. Μάλιστα. Και βλέπαμε. Τα μαθήματα σχετίζονταν με εικόνες, παραστάσεις της πραγματικότητας που μας περιελάμβανε. Με περιπάτους συχνούς. Να δούμε τον γεωργό να οργώνει με το βόδι του, να δούμε τα άσπρα χρυσάνθεμα στην Πλατεία Ελευθερίας, τις βάρκες στην παραλία, τις μουριές και τους μεταξοσκώληκες. Να μιλήσουμε για τους δικούς μας. Τι δουλειά κάνουν, τι έκαναν στο πόλεμο. Μιλούσαμε, ακούγαμε, βλέπαμε, μαθαίναμε.  

Αλλά αυτό που μάθαμε καλά ήταν η ανάγνωση. Να χρωματίζουμε τη φωνή, να τηρούμε τα σημεία της στίξης, να κόβουμε ή να επιταχύνουμε, να παίζουμε ρόλους μέσα από το αναγνωστικό.

Η κυρία Καίτη Οικονομίδου μας τα έμαθε με υπομονή, αλλά με αυστηρή σταθερότητα. Την αγαπούσαμε όλα τα παιδιά, όπως αγαπάς τη μάνα, αλλά με περισσότερο σεβασμό, όπως αγαπάς τη θεία, αλλά πιο τρυφερά.

Την κυρία Καίτη δεν την είδα ποτέ από τότε που φύγαμε για Αθήνα, δύο μήνες μετά την εκδρομή της φωτογραφίας. Και με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, στην 4η Δημοτικού πια, σε σχολείο άλλο, με δάσκαλο και νέους συμμαθητές, τέλος Σεπτεμβρίου, ήρθε η στιγμή της οριστικής εκτίμησης.

Σα χαμένος βρέθηκα στο νέο σχολείο, στο Παγκράτι. Παλιό διώροφο σπίτι ήταν, με μικρή εσωτερική αυλή, μισοσπασμένα θρανία, ξύλινα. Σα χαμένος, δεν ήξερα κανένα και έψαχνα να βρω σημεία επαφής με τους «πρωτευουσιάνους» που κρυφογελούσαν λιγάκι την θεσσαλική προφορά μου. Έψαχνα την αφορμή να δείξω ότι και εγώ κάτι αξίζω, να καταλάβω δικαίως μια θέση εκτίμησης, να γίνω αποδεκτός από αυτό που έμαθα πολύ αργότερα να το ονομάζουν peer group. Ομάδα αναφοράς, ομοίων και κριτών ταυτόχρονα.
Η ευκαιρία δόθηκε πολύ γρήγορα. Πρώτο- πρώτο μάθημα η ανάγνωση. Λέει ο δάσκαλος σ’ έναν ν’ αρχίσει, μετά ο άλλος, ο άλλος … Όσο διάβαζαν οι νέοι μου συμμαθητές, μια άγρια χαρά με γέμιζε: ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΑΠΑΙΣΙΑ. Κόμπιαζαν, έκαναν λάθη, ομοιόμορφη φωνή από την αρχή ως το τέλος, κόμματα και τελείες ήταν αγνοημένα, να μη μιλήσουμε για θαυμαστικά και ερωτηματικά και παύσεις για έμφαση, αλλαγή σε ταχύτητες κοκ.

Έτριβα τα χέρια μου. «Θα τους ταπώσω τώρα» θα έλεγα, αν η λέξη «ταπώνω» υπήρχε στο λεξιλόγιό μου.

Περίμενα με υπομονή. Η σειρά μου δεν άργησε. «Διάβασε κι εσύ» είπε ο δάσκαλος.

Πήρα φόρα, έβαλα την καλύτερη τεχνική μου και άρχισα να διαβάζω. Πρώτη πρόταση, δεύτερη. Στη μέση της τρίτης πρότασης ξέσπασε το ομαδικό γέλιο.

Σταμάτησα, σήκωσα το κεφάλι, κοιτάζω γύρω. Όλοι οι συμμαθητές – και οι συμμαθήτριες, ακόμα και η ομορφούλα ξανθούλα του πρώτου θρανίου – με κοιτούσαν και γελούσαν δυνατά.

Πανικός. Κοιτάζω τον δάσκαλο. Γελούσε κι εκείνος.

…….

Λίγο καιρό μετά πήγε ο πατέρας μου στο δάσκαλο να ρωτήσει πώς πάει ο κανακάρης του. Γύρισε σκοτεινός στο σπίτι.
«Καλός είσαι, μου είπε ο δάσκαλος. Σ’ όλα καλός. Μόνο στην ανάγνωση. Ενώ στην αρχή διάβαζες καλά και ήθελε να κάνει και τα άλλα παιδιά να διαβάζουν σαν κι εσένα, τώρα διαβάζεις χειρότερα απ’ όλους».

Χρόνια πέρασαν για να καταλάβω την εξήγηση αυτών των λόγων που κρατήθηκαν βαθειά στη ψυχή μου. Τώρα ξέρω, δηλαδή ξέρω από τότε που έγινα κι εγώ δάσκαλος και χειρίζομαι όχι μόνο γνώσεις μιας περίεργης επιστήμης, αλλά ψυχές ευάλωτες και τραυματισμένες νέων ανθρώπων.

Και κάθε φορά τιμώ τη δασκάλα μου, την κυρία Καίτη. Γι αυτό που μου έμαθε, που έχασα και ξαναβρήκα, γιατί ήταν πολύ πολύτιμο για να χαθεί.  


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

κύριε Απόστολε σας χρωστώ ένα ευχαριστώ. Δεν σας το είπα ποτέ. Ένας μαθητής σας από την τάξη του 2007.