Πηγαίνεις ανυποψίαστος σε ανοικτή κομματική εκδήλωση, στην Καλλιθέα, στο Στέκι. Καλά τα λέει η ομιλήτρια Κατριβάνου, μιλάνε πολλοί, άλλος το ένα μίζερα, άλλος το άλλο, σωστά, ο τρίτος ηρωικά κλπ κλπ. Πιάνεις κουβεντούλα με φίλους και συντρόφους από παλιά, σου λένε, τους λες, κοκ.
Μετά, η σεμνή κουβέντα τελειώνει, κάθεσαι παραδίπλα, παραγγέλνεις μπακαλιάρο σκορδαλιά (θεϊκό και θεϊκιά, για να λέμε το σωστό) και χόρτα για το σπίτι στο Μιχάλη και ένα τσίπουρο, ώσπου να γίνουν.
Κι έρχεται ο Σπύρος, καβατζάρει τα 90, αλλά ζωηρός σα 18άρης, να σου συστήσει τη γυναίκα του και να ανταλλάξει μαζί της τα όσα λεν τα ζευγάρια που είναι αιώνες μαζί.
"Την να την κάνω" γκρινιάζει "όπου την ακουμπάω πονάει. Βλήματα από τον εμφύλιο. Ξέρεις πόσους έχει σκοτώσει αυτή;" και άλλα τέτοια.
Σηκώνονται να φύγουν,
"Να την προσέχεις" του λέω "γιατί την έχω συντοπίτισσα". Από την Καλαμπάκα η κυρία.
Ξανακάθονται πιάνουμε ξανά κουβέντα. Ναι, ο πατέρας μου ήταν ταχυδρομικός στην Καλαμπάκα, η μάνα μου από Τρίκαλα, νηπιακές αναμνήσεις ξυπνούν.
"Πού μένατε;" με ρωτάει, "στην κυρά Λένη " απαντάω "σ' ένα σπίτι εκεί που άρχιζαν τα βράχια".
Δεν της λέει τίποτα.
Της λέω για τον καθηγητή μαθηματικών, φίλο του μπαμπά, το Δενιόζο.
"Ώ, πολύ αυστηρός ήταν" μου λέει.
"Ξέρεις, οι μαθητές που θέλαν χατηράκι το έλεγαν στον πατέρα μου και με δασκάλευε να το ξεφουρνήσω εγώ "
("Θείο βάλε έναν βαθμό στο Μάη το χοντρό", μου ήρθε η μνήμη).
Μετά το εστιατόριο στην πλατεία που καθόμουν και έτρωγα τριετής μόνος μου μακαρονάδα, ενώ οι μεγάλοι κάθονταν στο παραδίπλα ζαχαροπλαστείο, ο θείος ο Μήτσος Καλαμπακιώτης ξυλουργός που παντρεύτηκε την θεία μου, την αδελφή της μάνας μου και μετακινήθηκαν στο Βελεστίνο μετά τους σεισμούς του Βόλου, στην ανοικοδόμηση. Τους ήξερε,είχε ακούσει, το κλίμα ζέσταινε.
"Και πώς τη λέγαν τη μάνα σου;" ρώτησε.
"Καραγκούνη" είπα.
"Και έμεναν στη βρύση Β...;" είπε με μιας με μάτια που άστραφταν.
Ούτε και τώρα δεν θυμάμαι το όνομα της βρύσης. Το έλεγε καμιά φορά η γιαγιά. Οι λοιποί "αρτεσιανό" το λέγαμε και κουβαλούσαμε (ή κουβαλούσαν οι μεγάλοι, πιο σωστά) το νερό στο σπίτι της γιαγιάς με μεγάλα δοχεία, τα "γκιούμια", όπως τα λέγαμε. Μόλις το είπε, όμως, σα να άκουγα τη λέξη από το στόμα της γιαγιάς.
"Ναι" είπα,
"Η Ελενίτσα ήταν η μάνα σου; Παίζαμε μαζί. Δίπλα μέναμε".
Της έσφιξα το χέρι. Ο κόμπος ανέβηκε στο στήθος απότομα.
"Έφυγα από την Καλαμπάκα, όταν την έκαψαν οι Γερμανοί. Στα τρία χωρίστηκε η οικογένεια. Εγώ με τα μεγαλύτερα αδέλφια (αγόρια) πήγαμε στα Τρίκαλα για το σχολείο. Εγώ δεν ήθελα τα γράμματα, Έμενα σπίτι και μαγείρευα για τα αγόρια. Τη μια μέρα μπιζέλια, την άλλη ρεβύθια".
Έλεγε κι άλλα. Για τις αποθήκες τροφίμων στην Καλαμπάκα, του στρατού, που ο Έλληνας αξιωματικός ήθελα να παραδώσει στους Γερμανούς, κι ο Άγγλος τις άνοιξε και πήρε ο κόσμος μακαρόνια και μανέστρα και τσιγάρα, για το μοναχογιό της άλλης γειτόνισσας που τον σκότωσαν οι Γερμανοί και το θρήνο όλης της γειτονιάς, για την πείνα που δεν γνώρισαν στην επαρχία, κι άλλα πολλά.
Μα εγώ προσπαθούσα να τη φανταστώ παιδούλα να να βγαίνει στην αλάνα, δίπλα στη βρύση Τσιβλού (ναι, θυμήθηκα το όνομα) να συναντά ένα άλλο κορίτσι και να παίζουν, να κουβεντιάζουν, να ονειρεύονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου