Διαβάζω αυτόν τον καιρό ένα βιβλίο παλαιό. Το βιβλίο του Γιαν Κοττ,
Σαίξπηρ, ο Σύγχρονός μας, κυκλοφόρησε το 1970 από τις εκδόσεις Ηριδανός, σε
μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά και με πρόλογο του Πήτερ Μπρουκ. Έξοχο βιβλίο, σας
συνιστώ να το διαβάσετε, να το μελετήσετε προσεκτικά.
Πολωνός ο Γιαν Κοττ, καθηγητής του Δράματος, δηλαδή της θεατρικής τέχνης,
ανατέμνει με οξυδέρκεια ένα υλικό κείμενο – ή, ορθότερα, τα κείμενα –
πολυδιαβασμένο, πολυπαιγμένο, πολυσχολιασμένο. Δεν προτίθεμαι να τοποθετήσω την
προσέγγιση του Κοττ σε σχέση με τις λοιπές προσεγγίσεις του Σαίξπηρ. Ούτε να
σχολιάσω την εποχή και τις συνθήκες που γράφει ο Σαίξπηρ ή ο Κοττ. Και να το
ήθελα, δε θα μπορούσα, δεν έχω τις γνώσεις. Αναγνώστης είμαι, ως αναγνώστης
διαβάζω το κείμενό του. Και η ανάγνωση αυτή μου επιτρέπει να σκεφτώ για το τότε
και το τώρα, μέσα από την ανάλυση έργων που είναι κλασικά, δηλαδή διαχρονικά,
πραγματείες πάνω στην πολιτική εξουσία και στα ανθρώπινα πάθη.
Το κεφάλαιο του βιβλίου που αφιερώνεται στην «πιο σκοτεινή τραγωδία» του
Σαίξπηρ – ίσως δεύτερη πιο σκοτεινή μετά τον Τίτο Ανδρόνικο -, στον Μακμπέθ,
είναι ολιγοσέλιδο. Από τη σελίδα 92 ως τη σελίδα 103. Δώδεκα σελίδες ακριβώς.
Είναι επαρκές, όμως, για να αναδείξει τα κρίσιμα θέματα που καθορίζουν τη δομή
και την πορεία του δράματος.
Ο Κοττ έχει ήδη παρουσιάσει τον «μηχανισμό», τη νομοτέλεια της εξουσίας,
στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αφιερωμένο στα ιστορικά έργα του Σαίξπηρ, στους
βασιλείς. Ο μηχανισμός αποτυπώνεται με την έξοχη παραβολή της σκάλας: Ο
διεκδικητής της εξουσίας ανεβαίνει ένα – ένα τα σκαλιά προς την κορυφή,
απομακρύνοντας τα εμπόδια στην άνοδό του. Μόνο που κάθε σκαλί που ανεβαίνει τον
φέρνει πιο κοντά στο τέλος. Μετά το τελευταίο σκαλί δεν μένει παρά η άβυσσος. Ο
ηγεμόνας κατακρημνίζεται, ένας νέος ηγεμόνας έχει ανέβει ένα – ένα τα σκαλιά με
τη σειρά του και τον αντικαθιστά. Ο μηχανισμός συνεχίζει την αναπότρεπτη
λειτουργία του, ο χθεσινός σωτήρας μετατρέπεται σε τύραννο, σε δολοφόνο,
μετέρχεται τα ίδια μέσα με τον εκθρονισμένο και νεκρό πια αντίπαλό του. Το θέμα
δεν είναι οι καλές προθέσεις – είναι η αναγκαιότητα της αναρρίχησης στα
σκαλοπάτια και της διατήρησης στο ψηλό σκαλί, ο μηχανισμός της εξουσίας. Οι
πράξεις είναι δομικά καθορισμένες, αναπότρεπτες, ακόμα και για εκείνον που
ταυτίζεται απόλυτα, ενσαρκώνει πλήρως τον μηχανισμό, τον Ριχάρδο τον Γ.
Η νομοτέλεια του μηχανισμού της εξουσίας λειτουργεί πλήρως και στο μη
ιστορικό δράμα του Μακμπέθ. Μόνο που η λειτουργία του σκιάζεται από τη δύναμη ενός
άλλου, συναφούς, αλλά διαφορετικού στη φύση, μηχανισμού, της ανθρώπινης πράξης.
Της πράξης του φόνου, του αίματος που χύνεται. Ή, πιο σωστά, της αλληλουχίας
των δολοφονικών πράξεων. Τον εφιάλτη που δεν τελειώνει, όπως τον ονομάζει ο
Κοττ.
Το αίμα είναι το κυρίαρχο στο έργο. «Θύματα
και φονιάδες είναι βουτηγμένοι στο αίμα». Ο βασιλιάς Ντάνκαν δέχεται πολλές
μαχαιριές, το ματωμένο πτώμα του συγκλονίζει αυτούς που πάνε να τον ξυπνήσουν,
το αίμα γεμίζει το δωμάτιο, τα χέρια και τα ρούχα του δολοφόνου – πια – Μακμπέθ,
τα ρούχα και τα μαχαίρια των υπηρετών που κοιμούνται ναρκωμένοι στον προθάλαμο,
των οποίων το αίμα αμέσως κυλάει από τον ίδιο τον Μακμπέθ, στο όνομα της εκδίκησης,
στην ουσία της συγκάλυψης. Με αίμα τελειώνει και το έργο. Ο Μακμπέθ σφαγιάζεται.
Το αίμα καλεί το αίμα, ο φόνος προκαλεί το φόνο, ο Μακμπέθ μοιάζει
αποφασισμένος – και είναι – να αιματοκυλήσει το σύμπαν, όχι για να σωθεί, αλλά
για την ίδια την πράξη του φόνου. Ο Μακμπέθ είναι η μηχανή που σκοτώνει. «Ποιος θα πίστευε ότι ο γέρος είχε τόσο αίμα
μέσα του», μονολογεί η Λαίδη Μακμπέθ στον παραλογισμό της. Δεν είναι μόνο
το αίμα του γέρου βασιλιά, είναι το αίμα των πολυάριθμων θυμάτων που
ακολουθούν, μια κόκκινη θάλασσα αίματος, μια αλυσίδα θυμάτων με αρχή, αλλά
χωρίς τέλος. Το αίμα που κηλιδώνει τα χέρια της, που αρνείται να ξεπλυθεί, παρά
τις προσπάθειές της.
Ο μηχανισμός, το αίμα, ο εφιάλτης.
Ο Μακμπέθ, όμως, δεν είναι ένας απλός φορέας δομικών καθορισμών. Είναι ένας
ενεργός παράγοντας (agent),
είναι άνθρωπος. Δεν είναι ένα απλό εξάρτημα του μηχανισμού, ένας αδίστακτος
δολοπλόκος. Έχει φιλοδοξίες, επιθυμίες, αμφιβολίες, φόβους, τύψεις, ενοχές. Ζηλεύει
ακόμα και το μέλλον, τη γη και το βασίλειο μετά τον δικό του θάνατο. Έχει συναισθήματα,
δηλαδή. Συναισθήματα που πνίγονται στη θάλασσα του αίματος: Ό,τι και να νοιώθει
ο Μακμπέθ μεταφράζεται σε έναν φόνο. Να το ξαναπώ: Ο Μακμπέθ είναι, έχει γίνει
πιο σωστά, η μηχανή που σκοτώνει.
Πώς μετατρέπεται ένας άνθρωπος σε μηχανή θανάτου; Ο Σαίξπηρ ενεργοποιεί τον
δευτερεύοντα μηχανισμό, το μηχανισμό εναρμόνισης της ανθρώπινης πράξης στο
δομικό μηχανισμό, το μηχανισμό της σκάλας. Η αρχική πράξη, ο αρχικός φόνος,
ανεξαρτήτως των κινήτρων που την προκάλεσαν, η πίστη στο πεπρωμένο, η ευγενής ή
η άκρατη φιλοδοξία, η αδυναμία του συζύγου στη σύζυγο, είναι μια πράξη που
προκαλεί σειρά διαδοχικών πράξεων όμοιας ή μεγαλύτερης βαρβαρότητας, ο κύκλος
του αίματος διευρύνεται αναπότρεπτα, τα θύματα πολλαπλασιάζονται.
Μέσα στον κύκλο του αίματος ο βασιλέας Μακμπέθ ζει τον εφιάλτη: Έχει
επίγνωση του αναπότρεπτου των πράξεών του, των διαδοχικών φόνων, έχει επίγνωση,
όσο και αν φαίνεται να το εύχεται, ότι η αρχική πράξη δεν αναιρείται, είναι
τελεσίδικη και όσα ακολουθούν νομοτελειακά, αναπότρεπτα. Από τον
εφιάλτη αυτόν, τον φαύλο κύκλο των εγκλημάτων που γίνονται για να καλυφθούν ή
να αιτιολογηθούν τα προηγούμενα εγκλήματα, δεν μπορεί να βγει παρά με το δικό
του θάνατο. Οι κινήσεις είναι forced. Ο ηγεμόνας δεν έχει παρά υπαγορευμένες κινήσεις να κάνει.
Το χειρότερο: κάθε θύμα του, προηγούμενος θύτης και δολοφόνος το ίδιο,
εξαγνίζεται, καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τον κύκλο του αίματος του Μακμπέθ.
Έχει καταγραφεί ήδη ως το επόμενο θύμα πριν καν προβεί στην τρομερή πράξη. Ο
μόνος που γλυτώνει είναι ο Ρος, με διφορούμενο ρόλο στο κείμενο, αλλά σαφή στην
κινηματογραφική εκδοχή του Πολάνσκυ: Ο Ρος προετοιμάζει τη σφαγή της οικογένειας
του Μακντάφ, του ξαδέλφου του, για να αλλάξει στρατόπεδο τελευταία στιγμή. Είναι
ο μόνος που διαφεύγει, έχοντας αίμα ήδη στα χέρια του.
Ας βγάλουμε το αίμα στη φυσική του μορφή, κόκκινη, ρέουσα, αποτρόπαιη και
συγκαλύπτουσα σαν πέπλο, από τη μέση και ας μείνουμε στα λοιπά. Στο συμβολική
αίμα, στο συμβολικό έγκλημα. Ή, μάλλον, στους συνειρμούς τους σύγχρονους για το
έργο: Για τις πράξεις τις αρχικές που προκαλούν σειρά άλλων πράξεων,
νομοτελειακά και αναπότρεπτα.
Στο πολιτισμένο ιστορικό μας πλαίσιο μια βασική πολιτική απόφαση ποτέ δεν
μένει μόνη: Συνεπάγεται πληθώρα άλλων αποφάσεων, άλλοτε κατ’ επιλογήν και
άλλοτε εξαναγκασμένες, που προκύπτουν νομοτελειακά από την πρώτη. Και
οι αποφάσεις γίνονται τόσο περισσότερο αναπότρεπτες, όσο περισσότερο προσπαθούν
να καλύψουν το ολίσθημα της αρχικής. Αν ο Μακμπέθ έχει μια διέξοδο,
είναι σ’ εκείνη τη μοναδική στιγμή που τρυπάει με το σπαθί του τα σώματα των
δύο μισοκοιμισμένων ακόμα υπηρετών του Ντάνκαν. Μια διέξοδο, όχι βέβαια φυσικής
διάσωσής του, αλλά εξόδου από τον φαύλο κύκλο του αίματος στην αρχή του μόλις. Ο
εφιάλτης θα είχε τερματισθεί μόλις είχε αρχίσει.
Αλλά δεν τερματίστηκε. Η συγκάλυψη του εγκλήματος – ή του πολιτικού λάθους –
μετατρέπεται σε μια ανεξέλεγκτη και αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία κατασκευής ενός
συμπαγούς ιστού, στο εσωτερικό του οποίου ο ηγεμόνας διαθέτει συνεχώς ελαττούμενους
βαθμούς ελευθερίας, διαθέτει συνεχώς λιγότερες κινήσεις, επικοινωνεί και
κατανοεί όλο και λιγότερο με το περιβάλλον του. Το περιβάλλον του, όντας
ακατανόητο, άγνωστο, μετατρέπεται σταδιακά σε εχθρικό. Ο δικός του φόβος και
αδυναμία μπορεί να εξισορροπηθεί μόνο με τον φόβο και την αδυναμία του
περιβάλλοντος, στενού και ευρέως.
Σκεφτείτε την κατάσταση της ΕΕ και της ζώνης ευρώ όλ’ αυτά τα χρόνια. Μια «λάθος»
πολιτική επιλογή, η οποία δεν ακυρώθηκε εγκαίρως, έχει οδηγήσει σε σειρά άλλων
αποφάσεων που προσπαθούν απεγνωσμένα να καλύψουν το αρχικό σφάλμα. Η Ευρώπη
αλλάζει, η Ευρώπη πριν το Μάαστριχ και πριν τη Λευκή Βίβλο του 1986 δεν έχει
καμία σχέση με τη σημερινή, όπως ο Μακμπέθ πριν το φόνο δεν έχει σχέση με τον
Μακμπέθ μετά το φόνο.
Σκεφτείτε το πιο κοντινό και οικείο παράδειγμα των Μνημονίων. Μια απόλυτα
εσφαλμένη πολιτική επιλογή – όλοι πια το ξέρουν -, αλλά επιμένουν και τη
διαιωνίζουν. Πώς μπορεί ο Μέγας Ηγεμών, η Γερμανία, και οι αυλικοί του, η
ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, να αμφισβητήσουν την αρχική απόφαση, το έγκλημα; Θα
αμφισβητούσαν, θα ακύρωναν, τον εαυτό τους.
Σκεφτείτε την κατάσταση των περασμένων κυβερνήσεων – αλλά και της σημερινής.
Αυτό-παγιδεύονται στην προσπάθεια συγκάλυψης των εσφαλμένων επιλογών. Οι μεν
στη συγκάλυψη των ευθυνών, οι δε στη συγκάλυψη των ευθυνών του προσωπικού
συγκάλυψης των πρώτων ή σε μια πολιτική κουτσή και ατελέσφορη. Και καθώς ο
χρόνος περνά, τα ίδια παράγουν τα ίδια, η απομόνωση έχει αρχίσει, και σε λίγο
(αν όχι ήδη) ο φόβος για το περιβάλλον. Εξηγείστε μου αν διαφωνείτε ότι ο
Μακμπέθ αποτελεί το πρωτόκολλο κατανόησης των ανακατατάξεων στο χώρο της πλειοψηφίας
του ΣΥΡΙΖΑ.
Στη λογοτεχνική ελευθερία του Σαίξπηρ η λύση-κάθαρση ήταν πάντα εξωτερική:
Ο εξόριστος που γλύτωσε επιστρέφει με στρατό, οι άρχοντες αναθαρρούν και
επανατοποθετούνται, ο λαός πανηγυρίζει για το νέο σωτήρα. Στη πεζή
πραγματικότητα τη δική μας, ούτε σωτήρες, ούτε από μηχανής θεοί υπάρχουν.
Αυτό που έχει να μας διδάξει ο Σαίξπηρ, μας το δίδαξε. Μέχρι εκεί. Από εκεί
και πέρα είναι δουλειά μιας άλλης ανάλυσης. Μιας ανάλυσης που το πρωτόκολλο
υπάρχει στον Μαρξ, τον Γκράμσι, τον Πουλαντζα. Όχι ως φιλολογική άσκηση. Αλλά
ως έμπρακτος πολιτική.