...
Σιωπή σα πάγος
ακολούθησε το τέλος της αφήγησης του γέρου Οδυσσέα. Μπροστά σε φίλους και
πατριώτες που στη μάχη δεν τον ακολούθησαν, σε γυναίκες και σε δούλους και σε
νιους που ο νους τους κάλπαζε και εικόνες ανδραγαθημάτων γεννούσε από τις
λέξεις, μιλούσε ώρα πολύ, τα παθήματα είκοσι χρόνων απουσίας ιστορώντας.
Σιωπή ακολούθησε το
τέλος της αφήγησης. Κανένας δε μιλούσε, σα να μην είχαν ακούσει, σαν αυτά που
άκουσαν ήταν τόσο παράξενα, τόσο ανεπάντεχα, τόσο ξένα και παραμυθένια και τόσο
όμορφα αφηγημένα που όλοι τους έμειναν μες το λογισμό τους ανασυνθέτοντας
ηρωισμούς, απάτες, κινδύνους, σφαγές, έρωτες και πάθη. Τόσο ζωντανά σαν να
έβλεπαν μάχες και πελάγη, παλάτια και απόκρημνες ακτές, αστραφτερά όπλα και
σγουρόμαλλα πρόβατα, τέρατα και καλλονές, τόσο ηχηρά σα να άκουγαν ιαχές και
βογγητά, ύμνους και ρόγχους, κύματα να ξεσπάνε σε πλώρες και ανέμους να
ουρλιάζουν στα κατάρτια, γλυκόλογα και πικρές κουβέντες, τόσο αισθησιακά σα να
μύριζαν το σάπιο αίμα και το αλάτι της θάλασσας, την τσίκνα των σφαχτών και το σώμα
της Κίρκης μαγικά βότανα να αναδύει με λικνιστικές κινήσεις, τόσο απτά που το
σώμα σφιγγόταν, το στομάχι πονούσε, τα χέρια έσφαζαν και θώπευαν την Καλυψώ και
τα πόδια έτρεχαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα, να βρουν απόσταση από τους Λαιστρυγόνες
και τον Κύκλωπα. Σα να το έζησαν κι αυτοί ...
Μια φωνή μόνο διέκοψε
τη συλλογική ονειροπόληση.
"Καλά μας τα λες
ολ' αυτά, παιδί του Λαέρτη. Μον' δικοί σου είναι οι άθλοι, δικά σου και τα
παιδέματα. Οι Κίκονες κι οι Λαιστρυγόνες, οι Κύκλωπες κι οι Λωτοφάγοι. η Σκύλα
και η Χάρυβδη, ο Άδης και η Καλυψώ, η Κίρκη και η Ναυσικά, όλα δικά σου".
Η φωνή σταμάτησε, σα
να προσπαθούσε να βρει ανάσα. Και σαν την πήρε, συνέχισε:
«Γιατί, όμως, μόνο συ
ήρθες πίσω, μόνος απ’ όλα τα παιδιά μας που φύγανε γερμένα στα κουπιά και πάνω
στα κατάρτια πρωί – πρωί σα χάραξε η μέρα, είκοσι χρόνια τώρα; Αυτό δεν μας το
λες. Τα άλλα θαυμάσια μας τα είπες και να σε πιστέψουμε σου πρέπει, ότι
βασιλιάς μας είσαι. Μα αν ήμουνα νεώτερος και σ’ ήσουν ένας άλλος, το γιούχα
και την κατάρα δε θα γλύτωνες»
Ταράχθηκε ο Οδυσσέας,
κατέβασε αργά το ποτήρι με το κρασί στο τραπέζι, τέντωσε το κορμί, το μάτι
άστραψε σκληρό στο μέρος της φωνής.
«Εδώ, εγώ σου τα μιλώ»
άκουσε τη φωνή να λέει. «Εγώ είμαι. Δε με γνωρίζεις τάχα;»
«Ο τιμονιέρης του
καραβιού σου είμαι. Παλιός σου σύντροφος που μοιραστήκαμε ψωμί και κρασί μήνες
πολλούς, ώσπου να βρούμε το δρόμο για την Τροία. Σ’ αφήσαμε στη Σκύρο, στην
αυλή του Λυκομήδη, στον πηγαιμό, να φέρεις τον Αχιλλέα. Δεν μας πρόφτασες στην
Τροία. Τα καράβια μας έκαψε ο Έκτορας στον πρώτο χρόνο που φτάσαμε. Σώθηκα σε
ξένο πλοίο, με λίγους συντρόφους. Εκείνοι δε θέλησαν να γυρίσουν, ντρέπονταν
την ήττα να ομολογήσουν, μα πιο πολύ ντρέπονταν να μάθουν οι πατριώτες πως
χωρίς αρχηγό στη μάχη πέσαμε. Γυρίζουν τώρα όλον τον καιρό σε ερημιές αγρίμια. Γύρισα
μόνος, σα ζητιάνος, αγνώριστος, και περίμενα τη μέρα να φανείς, τους άθλους σου
να ιστορήσεις».
....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου