Περπατούσε στο φθινοπωρινό απόγευμα μέσα στην πρώιμη ψηλή βροχή. Τα βήματά του δεν είχαν τίποτε το σταθερό. Τα πόδια του άλλοτε σέρνονταν και άλλοτε έκαναν ένα μικρό πηδηματάκι, σαν αυτά που επιχειρούμε για να βρούμε την ισορροπία μας, όταν απρόβλεπτα εμπόδια του πεζοδρομίου φυτρώνουν μπροστά μας. Έμοιαζε απορροφημένος στις σκέψεις του, βαρύς, σκυθρωπός, σκοτεινός σαν τον ουρανό που μόνο εκεί προς τη Δύση έσπαζε το μολυβί του χρώμα και επέτρεπε κάποιες πινελιές μιας ανοικτογάλαζης υποψίας να ξεπροβάλλουν.
«Δεν ήμουν καλός γιος. Δεν ήταν καλός πατέρας». Οι δυο αυτές φρασούλες είχαν καρφωθεί από ώρα στο μυαλό του και επαναλαμβάνονταν η μία μετά την άλλη διαδοχικά και αδιάκοπα. Από την ώρα που έστριψε το αυτοκίνητο αφήνοντας τον περιφερειακό να κατρακυλήσει στην κατηφοριά που οδηγούσε στην είσοδο του νεκροταφείου. Μηχανικά οδηγούσε με μικρή ταχύτητα, υποψιαζόμενος παρά βλέποντας τις ελαφρές στροφές του δρόμου και τα αυτοκίνητα που έρχονταν από την άλλη μεριά. Σκοτείνιαζε ήδη, ο Νοέμβριος δεν επέτρεπε την επιμήκυνση του ηλιακού ωραρίου.
«Δεν ήμουν καλός γιος. Δεν ήταν καλός πατέρας». Δεν είχε σκοπό να σταματήσει στο νεκροταφείο. Είχε πολύ καιρό να το επισκεφτεί, χρόνια, σταμάτησε να πηγαίνει λίγο καιρό μετά την ταφή. Περνούσε από έξω, έξω από την πέτρινη μάντρα και συνέχιζε τη διαδρομή ως το γραφείο, διασχίζοντας δρόμους που του ήταν οικείοι, γωνιές των εφηβικών του αναπνοών. Μα σήμερα, παρά τη βροχή, χωρίς καλά – καλά να καταλάβει πώς, έστριψε το τιμόνι δεξιά, κατέβηκε στο υπόγειο πάρκινγκ, σα ρομπότ πλήρωσε το φύλακα, κλείδωσε και ανέβηκε βαριά τα λίγα σκαλοπάτια ως την είσοδο. Και τώρα, σκοτεινός σα τη σκέψη του – ή την απουσία της – ακολουθούσε τα ελικοειδή μονοπάτια που τον οδηγούσαν μ’ αυτόν τον περίεργο βηματισμό στον οικογενειακό τάφο.
Δεν τον ενοχλούσαν πια τα νεκροταφεία. Είχε ξεπεράσει τη φρίκη και τον τρόμο που του προκαλούσαν στην παιδική του ηλικία. Τότε που και η ιδέα να αντικρίσει νεκρό ή να περάσει έξω από νεκροταφείο τον πανικόβαλε. Την παιδική φρίκη είχε μετατρέψει σε απόσταση. Το νεκρό σώμα ήταν ένα αντικείμενο, ψυχρό, άκαμπτο, καμιά σχέση με τον άνθρωπο στον οποίο άλλοτε αντιστοιχούσε.
Βάδιζε και οι δύο φράσεις βούιζαν μέσα στο μυαλό του. «Δεν ήμουν καλός γιος. Δεν ήταν καλός πατέρας». Μα τι νόημα είχε αυτή η όψιμη τοποθέτηση, πέντε χρόνια σχεδόν μετά το θάνατο; Ναι, δεν υπήρξε καλός γιος. Αυτό ήταν σίγουρο. Όχι γιατί δεν αγαπούσε τον πατέρα του, αλλά γιατί τσιγκουνεύτηκε να δείξει την αγάπη του. Την κρατούσε μυστική, σαν, αν την έδειχνε, να ήταν ντροπή, κοινωνική κατακραυγή, ένδειξη αδυναμίας. Δεν έδειξε την αγάπη του, γιατί δε συγχώρησε τον πατέρα του. «Όσο πιο πολύ αγαπάμε, τόσο πιο δύσκολα συγχωράμε» σκέφτηκε, προσπαθώντας να διώξει τη μονότονη εναλλαγή από το μυαλό του, έστω και υιοθετώντας προσωρινά ένα άλλο μοτίβο.
«Όσο πιο πολύ αγαπάμε, τόσο πιο δύσκολα συγχωράμε». Το είπε δυο-τρεις φορές από μέσα του, το επανέλαβε πιο δυνατά, αγνοώντας τον κίνδυνο να τον θεωρήσουν οι χαροκαμένοι που έσκυβαν στους τάφους των δικών τους σαν όμοιό τους, βαθιά ταραγμένο από την απώλεια, να τρεκλίζει και να παραμιλά, να τρεκλίζει ή μάλλον να βαδίζει με ξεχωριστή αβεβαιότητα, σαν το έδαφος να βούλιαζε, να παρουσίαζε εμπόδια ορατά μόνο σ’ αυτόν, που προσπαθούσε να τα υπερβεί σέρνοντας τα βήματα, γέρνοντας πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά, κινούμενος διαγώνια παρά σε ευθεία, χοροπηδώντας μερικές φορές σα να σκόνταφτε, έτοιμος να πέσει και ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του στο επόμενο βαρύ βήμα.
Μάταιος κόπος. Οι δυο φράσεις ξανάλθαν και κυριάρχησαν σε ένα μυαλό άδειο από σκέψεις: «Δεν ήμουν καλός γιος. Δεν ήταν καλός πατέρας», σαν θόρυβος ατμομηχανής, ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο «τσαφ – τσουφ», ένα αγκομαχητό, βοερό, ρυθμικό, ασταμάτητο. Η ταραχή του μεγάλωνε, καθώς αποδείχθηκε ανίκανος να τιθασεύσει την εσωτερική βοή που ένοιωθε να απειλεί την ηρεμία του.
Στάθηκε απότομα. Ποιος ήταν αυτός ο ρυθμός; Από πού ερχόταν αυτή η εναλλαγή των φράσεων αυτών; Του θύμισε ξαφνικά τότε που ήταν μικρός, πολύ μικρός, δύο – τριών χρονών, που τον έπαιρνε ο πατέρας στα γόνατα και του έκανε το τραινάκι. Το τραινάκι που ίδρωνε ν’ ανεβεί την ανηφοριά και βαρυγκομούσε παραπονεμένα «πώς – θα – φθά - σω, πώς – θα – φθά - σω», με τον τονισμό στο «πώς» και τον ήχο να σβήνει σταδιακά στις επόμενες συλλαβές που έπεφταν μία – μία, αργά, συνοδεύοντας τις κινήσεις των ποδιών, ένα μικρό τίναγμα του δεξιού προς τα πάνω στο «πώς», τρεις μικρές κινήσεις του ίδιου ποδιού προς τα κάτω, ώστε στην τελευταία συλλαβή το πόδι να βρεθεί στην αρχική θέση, για να ακολουθήσει μετά το αριστερό.
Και μετά το τραινάκι έφθανε στην πεδιάδα. Ο ρυθμός επιταχυνόταν, γινόταν ζωηρός, αισιόδοξος: «δε με νοιάζει, δε με νοιάζει», η ανηφοριά τελείωσε, η ατμομηχανή ανακτούσε την ισχύ της, μπορούσε να σύρει τα βαγόνια της εύκολα, να αυξήσει την ταχύτητά της. Ο ρυθμός των ποδιών τάχυνε επίσης. Το νωθρό λίκνισμα γινόταν έντονο, το παιδικό σώμα του έγερνε δεξιά – αριστερά, δεξιά – αριστερά, ακολουθώντας το δίχρονο ρυθμό.
Τέλος ο κατήφορος. Το τραίνο αφηνόταν σε ένα ξέφρενο τρεχαλητό. «Έφτ’σα, Έφτ’σα», η ταχύτητα έκοβε και τη λέξη, ένα είδος υπερηχητικού τραίνου που οι ήχοι χάνονται, τα φωνήεντα συνθλίβονται, οι λέξεις ακρωτηριάζονται, διατηρώντας, ωστόσο, τη θριαμβική τους σημασία: «Έφθασα» ! Και τα πόδια τρελαμένα ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα, κάνοντας το μικρό κορμί να αποσπαστεί, να μετεωρίζεται στιγμιαία και να προσγειώνεται πάλι για μια ελάχιστη στιγμή, και τα χέρια του ν’ αναζητούν στήριγμα στα πέτα του σακακιού ή στη μόνιμη γραβάτα του πατέρα, αδιαφορώντας για την προστασία που έντεχνα παρείχαν τα πατρικά χέρια πίσω από την πλάτη.
Γέλια και χαρές. Ο πατέρας σταματούσε λαχανιασμένος, αλλά εκείνος απαιτούσε την επανάληψη του ταξιδιού, φανταζόταν τη διαδρομή, να το βουνό που ανεβαίνουμε, κάτι σαν τα Μετέωρα που έστεκαν παράξενα στητά λίγο πιο πέρα από το σπίτι, να η πεδιάδα, αυτή που περνάμε για να πάμε στα Τρίκαλα, στο σπίτι της γιαγιάς, να το λυτρωτικό τέλος του ταξιδιού, καθώς το τραίνο εισέβαλε στο σταθμό και η εγγύτητα των κτιρίων πολλαπλασίαζε την ταχύτητά του. Το χαρωπό χαμόγελο του πατέρα και ένα καμάρι στα μάτια, μια σπίθα για το μοναχογιό, το υπομειδίαμα της μητέρας, «άσ’ τον πατέρα σου, κουράστηκε πια» και ταυτοχρόνως «έλα, Αντρέα, άλλη μια τελευταία φορά», συμπύκνωμα της αντιφατικής μητρικής πειθαρχίας.
Εξακολουθούσε να μένει ακίνητος, αποσβολωμένος, στο δρομάκι του νεκροταφείου κοιτάζοντας το πουθενά. Πώς ξύπνησε αυτή η θύμηση, χαμένη χρόνια τώρα, θαμμένη μέσα στην παχιά σκόνη της λήθης; Πώς πρόβαλε έτσι ζωντανή, στ’ αυτιά του, στα μάτια, στο σώμα του; Τι παιγνίδι είν’ αυτό που σκαρώνει σήμερα το μυαλό του;
Κοίταξε τριγύρω. Οι τάφοι έλαμπαν με τα μάρμαρά τους πλυμένα από τη βροχή, αντανακλούσαν τις στερνές ακτίνες ενός ασθενικού ήλιου. «Πού είμαι;» αναρωτήθηκε. «Δε μοιάζει ο χώρος αυτός με εκείνο που ξέρω. Το δρομάκι αυτό δεν είναι εκείνο που βγάζει στον τάφο του πατέρα. Χάζεψα και χάθηκα.» Προσπάθησε να προσανατολισθεί. Ίσως η σειρά εκείνη των τάφων να του ήταν γνωστή, να εκεί στην άκρη. Ίσως να μπορούσε να δει την εκκλησία ή τους ψηλούς οικογενειακούς τάφους που οργάνωναν συνήθως τον προσανατολισμό του.
Πλησίασε τους τάφους. Δε του θύμιζαν τίποτα, αλλά είχαν κάτι το γνώριμο, ταυτόχρονα. Ποιος είναι αυτός ο πρώτος; Πάνω στην πλάκα ένας σταυρός μαύρος, μισοσβησμένος απ’ τον καιρό. Το καντήλι σβησμένο, λουλούδια δεν υπήρχαν, μόνο κάτι αγριόχορτα ξεπρόβαλαν στις ρωγμές του τσιμέντου. Τάφος παλιός, σκέφτηκε, ξεχασμένος ο νεκρός από καιρό. Τον έπιασε η περιέργεια να δει από πότε. Πλησίασε πιο κοντά, τα γράμματα αχνά μόλις διακρίνονταν στο κάτω μέρος του σταυρού:
ΑΝΤΩΝΙΑ Β.
1952 – 1961
Ένας πόνος διαπέρασε ξαφνικά την καρδιά του. Λες να είναι η Τόνια, η γειτονοπούλα, η συμμαθήτρια, η φίλη του; Η Τόνια με τα μαύρα κοντά μαλλάκια, με τα καρώ μάλλινα φουστανάκια, η Τόνια που την αγαπούσε και ήθελε να την παντρευτεί – όταν θα μεγάλωνε – και που έκρυβε την αγάπη του από μια ντροπή, μια συστολή περίεργη, ακατανόητη, αλλά που δεν τον εγκατάλειψε από τότε σε όλα τα ερωτικά του σκιρτήματα; Η Τόνια πέθανε, ΠΕΘΑΝΕ; Πέθανε τότε, εκείνη τη χρονιά που έφευγε κι εκείνος από το Βόλο για την Αθήνα, στα έγκατα του άσπρου καραβιού, σε μια κουκέτα με τη μάνα του μαζί, μόλις τέλειωσε την Τρίτη Δημοτικού στο 11ο Δημοτικό Σχολείο, το «ψωροενδέκατο» όπως τους κορόιδευαν τα προσφυγόπουλα που πήγαιναν στον Άγιο Βασίλειο. Ο πατέρας πέτυχε τη μετάθεση στην Αθήνα – όνειρο μιας ζωής. Και τώρα – τότε – γινόταν και το δικό του όνειρο: ανέβηκε στο άσπρο και λυγερό καράβι, στο ΚΥΚΝΟΣ, που έμπαινε ολόφωτο στο λιμάνι τα βράδια κάνοντας το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Βόλος – Χαλκίδα. Για δικό του χατίρι πήραν το καράβι, και από τη Χαλκίδα ξημερώματα το τραίνο για Αθήνα. Για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα – τι όνειρο και αυτό; Τι απογοήτευση, μόλις το αντικείμενο του πόθου έγινε απτό: Πού είναι η λευκότητα, τα φώτα, οι μουσικές, η πολυτέλεια που ονειρευόταν όταν υποσχόταν στον εαυτό του ότι σ’ αυτό το καράβι θα ήταν ο πλοίαρχος; Βρώμικοι διάδρομοι, σκουπίδια, μπόχα πετρελαίου ανάμικτη με μια άλλη αποφορά. Η καμπίνα στενή, ασφυκτική, μισοφωτισμένη. Λάθος, σκεφτόταν, λάθος. «Δεν μπορεί να είναι αυτό το πλοίο, πού είναι η λάμψη του, που είναι η ομορφιά του, που είναι τα φώτα, τα ΦΩΤΑ του; Εγώ τα έβλεπα από το λιμάνι να λάμπουν, πάνω στο κατάστρωμα σα σειρές από λαμπιόνια και κάτω, σειρές – σειρές στο κήτος, φώτα πολλά, φώτα λαμπερά. Και πού είναι εκείνα τα άλλα το κόκκινο και πράσινο, στην πλώρη και στην πρύμνη»; Λάθος, σκεφτόταν, λάθος. «Λάθος, ο πατέρας μου με λάθος πλοίο με παίρνει». Θυμήθηκε την έντονη επιθυμία να κατέβει από το πλοίο, να γυρίσουν σπίτι, σπίτι τους, στο τριώροφο Αχελοπούλου και Ιωλκού γωνία, στον τρίτο όροφο μέναν εκείνοι, στο δεύτερο ο διευθυντής του πατέρα, στον πρώτο (ημι-υπόγειο στην πραγματικότητα, κατέβαινες σκαλιά αρκετά για να πάς, σκαλιά που ήταν καταφύγιο των κυνηγών αγρίων θηρίων στα παιδικά του ονειροπολήματα) κάτι αδέλφια, φτωχά, και εργατικά. Να μένει η Αθήνα, το ταξίδι ξεκίνησε ΛΑΘΟΣ. Όμως ο πατέρας δεν ήταν εκεί να δώσει λύση. Αποκόμιζε το πρώτο κέρδος της μετάθεσης, προσπαθώντας να κοιμηθεί στις καρέκλες της τουριστικής. Έμεινε άγρυπνος, ώρα πολύ, κοιτάζοντας αγριεμένος το σκοτεινό φινιστρίνι, πιθανολογώντας την περίπτωση η καμπίνα να ήταν κάτω από τα νερά και το σκοτάδι που έμπαινε από το μικρό άνοιγμα να μην ήταν παρά η θάλασσα, ίσως και ένας φοβερός καρχαρίας που κώλυσε το μαύρο του πτερύγιο στο τζάμι και καραδοκεί υπομονετικά το αβοήθητο θύμα..
Και να που η Τόνια είχε πεθάνει εκείνη την ίδια χρονιά, ίσως λίγο καιρό μετά το δικό του φευγιό. Η Τόνια η όμορφη, η πιο όμορφη μαθήτρια, η Τόνια η πιο καλή μαθήτρια. Του έφερνε τα τετράδιά της για να αντιγράψει, όταν αυτός έμενε άρρωστος στο σπίτι. Και έμενε συχνά, γιατί ήταν αρρωστιάρης. Όμορφα τετράδια, περιποιημένα, με μπλε κόλλα και ετικέτα απ’ έξω και μέσα γράμματα στρογγυλά, ωραία, μεγάλα, χωρίς μουτζούρες και σβησίματα. Όμορφα τετράδια και όμορφα γράμματα, περίτεχνα με κονδυλοφόρο και μελάνη, όπως τα ήθελε η δασκάλα, σταθερά, κυκλικά, χωρίς να απλώνει η μελάνη. Τα δικά του απείχαν πολύ από το ιδεώδες. Δεινοπάθησε να δώσει καμπύλες στις οξείες γωνίες, ιδιαίτερα των φωνηέντων, να έχουν το ίδιο πάχος (αυτό ποτέ δεν το κατάφερε απόλυτα), να μην απλώνει η μελάνη, να μη στάζει απ’ την άκρη της πένας λεκιάζοντας ανεπανόρθωτα το γραμμωμένο φύλλο.
Η Τόνια ερχόταν και έφερνε τα μαθήματα και παίζαν μαζί, συχνά στην αρχή, πιο σπάνια αργότερα. Παίζαν και γιατρό, με μεγάλη αμηχανία δική του, τόσο γιατί η συστολή του τον εμπόδιζε να ακουμπήσει το κοριτσίστικο κορμί, όσο και γιατί η σχέση του με τους γιατρούς δεν ήταν καθόλου καλή. Στην Τόνια που αγαπούσε και που θα την παντρευόταν όταν μεγάλωναν έδινε λοιπόν μόνο χαπάκια, καθόλου ενέσεις, αφού πρώτα, σοβαρός – σοβαρός, έκανε τη διάγνωση..
Και η Τόνια, άλλωστε, ήταν σύμφωνη μ΄ αυτόν το γάμο. «Θέλω να σε παντρευτώ, γιατί είσαι άσπρος και ξανθός και καλός μαθητής», του’ λεγε, απορρίπτοντας τον έρωτα του Δημήτρη, όπως και εκείνος απόρριπτε τον έρωτα της Φιλιώς, της δίδυμης αδελφής του Δημήτρη, φέρνοντας τα δίδυμα σε αμηχανία: «Μα τα αδέλφια δεν παντρεύονται μεταξύ τους! Παντρεύονται;». Η Τόνια ρητή στις επιθυμίες και στην εκδήλωσή τους, αυτός κρυφός, μουλωχτός. Παιδιόθεν το κουσούρι.
Η θλίψη γέμισε τη ψυχή του. «Κρίμα, κρίμα» σκέφτηκε. «Θα ήταν τώρα 50 χρονών, μπορεί να είχε εγγόνια. Πέθανε στα εννιά της, πριν ζήσει καλά-καλά. Δηλαδή, τίποτα δεν έζησε. Θα είχε σπουδάσει σίγουρα, μπορεί να είχε γίνει γιατρός, να έδινε χάπια εκείνη στους αρρώστους, ίσως και ενέσεις. Μπορεί και να μη σπούδαζε, να’ πιασε δουλειά από μικρή, εκείνος ο πατέρας της που ποτέ δεν είδα όλα αυτά τα χρόνια είχε κακό όνομα, λέγαν πολλά οι γειτόνισσες όταν ερχόντουσαν στη μάνα μου για κουτσομπολιό και εγώ δήθεν έγραφα χαζεύοντας με τεντωμένα αυτιά για να καταλάβω τα μυστικά των μεγάλων και κάνοντας παλιογράμματα και λάθη στην αντιγραφή για να ακολουθήσει η φασαρία και το σβήσιμο με ξυράφι, αν όχι και το σκίσιμο του φύλλου, παρ’ όλη τη ρητή απαγόρευση της δασκάλας. Είχε κι άλλη γυναίκα ο πατέρας της (πράγμα που δεν μπορούσα να καταλάβω με τίποτα, αυτό ήταν ένα από τα μυστήρια), έπαιζε χαρτιά και ζάρια και έδερνε τη μάνα της συστηματικά».
Η Τόνια είχε πεθάνει. Το γεγονός του φαινόταν αδιανόητο. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τα μαύρα, μεγάλα μάτια της δεν υπήρχαν. Τα μάτια που γέμιζαν το αδύνατο προσωπάκι, που έλαμπαν από ένα ακατανόητο παιγνίδισμα και που σκιάζονταν φορές-φορές από μιαν εξ ίσου ακατανόητη φροντίδα. «Πώς να ήταν αυτά τα μάτια σήμερα, αν είχε ζήσει;» αναρωτήθηκε. «Θα είχαν την ίδια λάμψη, θα ήταν το ίδιο φωτερά, θα έκρυβαν τη σκανδαλιά και την περίσκεψη, όπως τότε; Θα ήταν λυπημένα, αδιαφανή, κυνικά, ζωώδη;» Έδιωξε γρήγορα αυτήν την εικόνα, καθώς το στομάχι του συσπάστηκε απότομα.
Η Τόνια που υποσχόταν πολλά πέθανε. «Να ήμουν άραγε ο μοναδικός έρωτάς της;», αναρωτήθηκε με εγωπάθεια. «Ή πρόλαβε σ’ αυτούς τους λίγους μήνες που μεσολάβησαν να ερωτευθεί κάποιον άλλον, να με ξεχάσει, όπως την ξέχασα και γω, λίγους μήνες μετά, πριν τα Χριστούγεννα οπωσδήποτε, όταν ερωτεύτηκα μιαν άλλη;»
Κοίταζε το χορταριασμένο μνήμα με πόνο για το κοριτσάκι, με θλίψη για κείνον. Γιατί; Δεν μπορούσε να το κατανοήσει. Αλλά ένοιωθε ότι μέρος της λύπης του ήταν γι’ αυτόν τον ίδιο. Σαν να είχε φταίξει σε κάτι, κάτι που έκανε ή, μάλλον, κάτι που δεν έκανε, που δεν είπε, δεν πρόλαβε, δεν προέβλεψε. Κοίταζε το μνήμα μέσα από το οποίο ξεπηδούσαν οι αναμνήσεις, εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, της παιδικής του ηλικίας που απόπλευσε βιαίως με το ΚΥΚΝΟΣ ένα καλοκαιρινό βράδυ.
Αναστέναξε και έκανε ένα βήμα πιο πέρα. Είχε ξεχάσει γιατί ήρθε, πώς βρέθηκε, ο χρόνος είχε εκμηδενισθεί, ο χώρος ήταν κυρίαρχος.
Κοίταξε αφηρημένα το διπλανό τάφο και αισθάνθηκε το έδαφος να τρέμει: Μια φωτογραφία κιτρινισμένη από την πολυκαιρία, έδειχνε ένα άλλο παιδί. Στις αχνές γραμμές της διακρίνονταν τα χαρακτηριστικά με μια εκπληκτική ευκρίνεια: Η στενή, μακρουλή μύτη, τα έντονα μαύρα μάτια, τα λεπτά χείλη, τα έντονα ζυγωματικά, τα μαλλιά μαύρα και σα γλυμμένα. Πλησίασε τον τάφο παραπατώντας, σαν κατάδικος που αναπόφευκτα, αλλά όσο μπορεί καθυστερώντας, κάνει τα τελευταία βήματα για να πάρει την προκαθορισμένη θέση του στον τόπο της εκτέλεσης. Η επιγραφή στον τάφο εισπράχθηκε σα χαριστική βολή:
ΧΡΗΣΤΟΣ Γ.
1952-1961
Δε συγκρατήθηκε, φώναξε: «Όχι, αυτό είναι αδύνατο! Δε μπορεί! Παραλογίζομαι! Ονειρεύομαι! Βλέπω εφιάλτη! Θυμάμαι, το Χρήστο τον συνάντησα αργότερα στο Βόλο. Τελειώναμε το Λύκειο, ή μήπως ήμασταν στο Πανεπιστήμιο; Σπούδαζε μαθηματικός ή χημικός ή κάτι τέτοιο! Είναι αδύνατο!».
Όμως η φωτογραφία, παρά τον πολυκαιρισμό της, ήταν εκεί, αντιπροσώπευε τον ένοικο του τάφου, ακριβώς όπως τον θυμόταν. Το αδύνατο παιδί με την έξυπνη φάτσα, με την απέραντη καλοσύνη και ευγένεια και την ειρωνεία να σπιθίζει διακριτικά στα μάτια του συνέχεια. «Τι μου συμβαίνει;» μονολόγησε. «Έχω τρελαθεί! Τι παιγνίδι μου παίζει σήμερα το μυαλό μου; Ψέματα, όλα είναι ψεύτικα! Ούτε η Τόνια, ούτε ο Χρήστος έχουν πεθάνει. Ζουν, ζουν, το Χρήστο τον είδα ζωντανό, χρόνια πριν, δε θυμάμαι πότε, αλλά τον είδα μετά, μετά την ημερομηνία θανάτου που γράφει ο καταραμένος αυτός τάφος».
Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να μετράει, να λέει την αλφάβητο, να θυμάται στίχους. Στίχους; Τους στίχους του Χρήστου, για τον πατέρα στη Δευτέρα Δημοτικού που μπήκαν στο λεύκωμα της τάξης, γραμμένοι από την κυρία Οικονομίδου, τη δασκάλα, με μεγάλα στρογγυλά γράμματα, μελανωμένα μπλε, σε πολύγραφο, στον πολύγραφο του σχολείου:
Νάτος έρχεται και πάλι,
Κουρασμένος, φορτωμένος
Μα σα βλέπει τα παιδιά του
Φαίνεται ξεκουρασμένος
Το λεύκωμα, τελευταία απτή ανάμνηση της παιδικότητάς του, τ’ έχασε χρόνια πριν, ποιος ξέρει σε ποια μετακόμιση της άστατης ζωής του. Ίσως ο πατέρας να το είχε φυλάξει – δε συνήθιζε να πετά τίποτε εκείνος, συνήθεια άκρως απωθητική που την κληρονόμησε, καθώς γερνάει κι ο ίδιος. «Αν ζούσε, θα τον ρώταγα. Τώρα είναι πια αργά».
Ο πατέρας. Ο τάφος του πατέρα. Ήρθε παρά τη θέλησή του σχεδόν εδώ στο νεκροταφείο για να πει στον πεθαμένο πατέρα του ότι ήταν ένας κακός γιος και εκείνος ένας κακός πατέρας. Πώς μπλέχτηκε σ’ αυτούς τους τάφους, πώς βρέθηκαν στο δρόμο του, πού τον οδήγησαν τα βήματά του, ασυναίσθητα, ασυνείδητα; Αντί τον τάφο του πατέρα, βρήκε τάφους των παιδικών του φίλων. Τι γέλια, τι χαρές, τι κακίες και μικρότητες, τι αγωνίες! Με το Χρήστο κάνανε τη διαδρομή της επιστροφής, σχολείο – σπίτι. Χωρίζανε μόλις φθάνανε στη διασταύρωση για τα σπίτια τους, ο ένας αριστερά, ο άλλος δεξιά. Στη διαδρομή κορφολογούσαν τις μουριές, μόλις έμπαινε για τα καλά η άνοιξη, για να θρέψουν τους μεταξοσκώληκες, αγορασμένους ένα πενηνταράκι και τοποθετημένους σε κουτί πουκαμίσων. Οι δικοί του ποτέ δεν πρόκοψαν, δυο – τρεις μόνο έκαναν κουκούλι. Του Χρήστου και του Δημήτρη τα κατάφερναν πιο καλά. Με περηφάνια του έδειχναν τα κουκούλια πάνω στα κλαράκια, τις πεταλούδες μετά, νεκρές, κάτω από τη διαφανή, πλαστική, μεμβράνη που σκέπαζε το κουτί.
Κοίταξε με περιέργεια το διπλανά μνήμα. Ήξερε μέσα του τι θα δει. Ο τάφος του Περικλή, που είχε μεγάλα, πεταχτά αυτιά, αντικείμενο σκωπτικών σχολίων και παιδικών τραγουδιών που αποσκοπούσαν στην ταύτιση του συμπαθούς ζωντανού με τον αγαπημένο φίλο, το φίλο που ήταν ψηλός, οστεώδης, με διάφανη επιδερμίδα, που άφηνε τις φλέβες του κροτάφου προς τα μάτια να διαφαίνονται γαλαζωπές κάτω από την αλαβάστρινη επιδερμίδα. Ο τάφος του Δημήτρη, της Φιλίτσας, της Ζωής, της Μαριάνθης. Πιο πέρα ο τάφος του Ηλία.
Τάφος ταπεινός, όπως ταπεινός ήταν ο Ηλίας. Δυο χρόνια μικρότερος, φιλία της γειτονιάς. Εκείνος είχε βρει τον αδιαφιλονίκητο ακόλουθό του. Ήταν ο αρχηγός του Ηλία. Φτωχό προσφυγόπουλο, έμενε στο κάθετο δρόμο, λίγο πιο πέρα από το σπίτι του. Ο πατέρας του εργάτης, ζαλωνόταν ένα τεράστιο κατασκεύασμα, σαν τεράστια άρπα, και γύριζε τους δρόμους τινάζοντας παπλώματα και στρώματα. Όταν η σκέψη ερχόταν στον Ηλία, στη μύτη του ερχόταν η αίσθηση του μπαμπακιού, όχι ακριβώς μυρωδιά, αλλά σαν κάτι σα γαργάλημα στη μύτη, σαν αναρίθμητοι, αόρατοι κόκκοι να μπαίναν στα ρουθούνια του προκαλώντας μια μικρή δύσπνοια. Και ο δρόμος, δεν ήταν καν δρόμος. Ένα κακοχαραγμένο καντελρίμι, που τα νερά που πέταγαν οι νοικοκυρές, ελλείψει αποχέτευσης, έκαναν τις πέτρες λείες και πάντα γλιστερές. Και πίσω από μια υποτυπώδη ξύλινη πόρτα ανοιγόταν η μικρή αυλή και το δωμάτιο με την κουζίνα που στέγαζε την πενταμελή οικογένεια του Ηλία. Πατέρας, μάνα, εκείνος, μια μικρότερη αδελφή και η γιαγιά, αιωνίως με βδέλλες κολλημένες πάνω στα παχύσαρκα χέρια, ακίνητη, να μετρά τις στιγμές που έφευγαν και το αίμα που τις απομυζούσαν. Ο Ηλίας, ο γλυκός Ηλίας, ο εύπιστος, ο αποδέκτης των ονείρων του, των ψεμάτων του, συνειδητών και ασυνείδητων, ο μόνιμος συμμέτοχος των παιγνιδιών του και των απομακρύνσεων. Ψαράδες μάζευαν τις «γόπες» από τις ακακίες της αυλής, πάλευαν τα κύματα και τους ανέμους, εξερευνητές, χάνονταν στη ζούγκλα, κυνηγοί και κυνηγημένοι, άγριων φυλών και άγριων ζώων, καουμπόηδες ζώντας λαθραία σε εδάφη σκληρών ινδιάνων. Ο Ηλίας ο ευπαθής, μόνιμα αιχμάλωτος των κακών, και εκείνος μόνιμα ήρωας και λευτερωτής, επιτήδειος σκηνοθέτης αφάνταστων άθλων, όσους ποτέ δεν ονειρεύτηκε στην υπόλοιπη ζωή του.
Ο Ηλίας που τον αγαπούσε, που τον εμπιστευόταν, που κατάφερε να πάει στο ίδιο σχολείο μ’ εκείνον, στο «ψωροενδέκατο», αρνούμενος το Δημοτικό της προσφυγογειτονειάς, που ταπεινώθηκε βλέποντας τους «άλλους» να εγκαταλείπουν το παιγνίδι και την αυλή του τριώροφου μόλις έκανε την εμφάνισή του. Άλλωστε οι μητέρες του καλού Βόλου τόχαν πει στη μητέρα του: «Δεν πρέπει το παιδί να παίζει με τα τουρκόπουλα», μα εκείνη ποτέ δεν του υπόδειξε το δρόμο του αποκλεισμού και ο Ηλίας έμεινε ως το τέλος σύντροφος πιστός. Ως το τέλος, δηλαδή, ως το 1961 που εκείνος έφυγε και ο Ηλίας έμεινε σε άφιλο σχολείο, ίσως να αισθάνθηκε προδομένος, διπλός πρόσφυγας, ίσως γι’ αυτό να πέθανε τον ίδιο χρόνο της δικής του φυγής, όπως μαρτυράει η επιγραφή στον ξύλινο, σαρακοφαγωμένο σταυρό. 1954 – 1961.
«Μα πώς έγινε και πεθάναν όλοι τότε; Μήπως κτύπησε την περιοχή κάποια επιδημία που μου έκρυψαν οι δικοί μου; Γιατί όλοι αυτοί οι θάνατοι; Μαζικοί και ταυτόχρονοι. Νεκρή και η Ζωή, η δεύτερη μετά την Τόνια, βέβαια, που για χάρη της ξεστράτισα μετά το σχολείο μια μέρα, για να τη συνοδέψω κουβεντιάζοντας, χάθηκα μετά στο γυρισμό και ζήτησα βοήθεια για να βρω το δρόμο. Πρώιμο δείγμα της αδυναμίας μου να κουμαντάρω τις σχέσεις μου με τις γυναίκες, αφηνόμουνα και χανόμουνα και, μετά, δικαίως, με πετάγανε, τι με θέλανε, είχα αποδειχθεί λειψός και στα δύσκολα έκανα τον ήρωα και στα εύκολα πνιγόμουνα σε μια κουταλιά νερό».
Η Ζωή ένα νταρντανοκόριτσο, θα τούριχνε κάμποσο στο μπόι, και η Μαριάνθη, λεπτή, ντελικάτη, με τα περίεργα σχιστά μάτια. Τόνια, Ζωή, και Μαριάνθη, τα τρία κορίτσια που ήταν ερωτευμένος, ταυτοχρόνως μεν, αλλά με σειρά προτεραιότητας. «Λες στην υπόλοιπη ζωή μου να προσπάθησα να πραγματοποιήσω αυτούς τους παιδικούς έρωτες;» σκέφτηκε.
,,,,
Ξημερώθηκε μέσα στους τάφους και τις αναμνήσεις. Το κορμί του πονούσε από την υγρασία και το κρύο. Στο αχνό πρωινό φως έβλεπε μόνο τάφους αγνώστων γύρω. «Παιγνίδι του μυαλού μου» σκέφτηκε, βαδίζοντας με δυσκολία προς την έξοδο. Μια μικρή ακτίνα ακούμπησε στον ώμο του. Και τότε κατάλαβε. Δεν ήταν εκείνοι που πέθαναν, αυτός είχε πεθάνει, τότε, Ιούνιο του 1961, όταν ανέβαινε τις σκάλες του ΚΥΚΝΟΣ, γεμάτος προσδοκίες, ελπίδες και φόβους. Εκεί είχε πεθάνει.
Και με μια μεγάλη καθυστέρηση μπόρεσε επιτέλους να θρηνήσει το χαμό του παιδικού του εαυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου