Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΨΑΡΙΩΝ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΑΠΑΓΚΙΣΤΡΩΣΗΣ

Έχω - έτσι διατείνομαι, τουλάχιστον - καλή σχέση με τα ψάρια. Μου αρέσουν ψητά, τηγανητά και βραστά, ανάλογα με το είδος του το καθένα και την εποχή του. Κουτσόμαθα να τα μαγειρεύω, κιόλας. Αργά, βέβαια, μετά τα 50 χρόνια της ζωής μου. Κοντολογίς, πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ήμουν εκνευριστικά επιλεκτικός στο φαγητό μου και εκτιμούσα μόνο τα μπαρμπούνια με το άσπρο τους κρέας και τις κοκκινωπές, τραγανές, ουρές τους, προς απογοήτευση του πατέρα μου και απελπισία της μάνας μου.
Αντίθετα, με το ψάρεμα η σχέση μου θεμελιώθηκε νωρίς - νωρίς, από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Θεμελιώθηκε, τώρα, είναι μια μεγάλη κουβέντα. Θεμελιώθηκε μονομερώς, από μένα, ενώ η άλλη πλευρά, τα ψάρια, αδιαφόρησαν πλήρως γι αυτήν, με αποτέλεσμα ποτέ μου να μην βγάλω ούτε λέπι.
Αυτή η μονομερής και θα έλεγα φαντασιακή μου σχέση με το ψάρεμα άρχισε, όπως έλεγα, από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, στο σπίτι της γιαγιάς στα Τρίκαλα, τα καλοκαίρια. Άκουγα τα μεγαλύτερα γειτονόπουλα να λένε: "Πάμε να ψαρέψουμε στο ποτάμι αύριο;" και άρχιζα να φαντάζομαι τον εαυτό μου μαζί τους στις όχθες του Λιθαίου να βγάζω ψαρούκλες και να γυρίζω φορτωμένος στο σπίτι με τη γιαγιά να με υποδέχεται με κραυγές χαράς και να βάζει το μεγάλο τηγάνι πάνω στην γκαζιέρα για το τηγάνισμα.
 
Μερικές φορές τους ακολούθησα. Είχα φροντίσει να πάρω μερικά μέτρα άσπρη κλωστή καρικώματος από τη ραπτομηχανή της θείας, να λυγίσω μια καρφίτσα και να τη δέσω στην άκρη, να βάλω μερικές μύγες στο άδειο σπιρτόκουτο, και έτσι πήγαινα για ψάρεμα.  Βεβαίως, ποτέ η επιστροφή μου δεν ανταποκρίθηκε στις εικόνες που είχα, όταν πήγαινα ακολουθώντας τα λοιπά παιδιά. Μόνο μια φορά, που το ποτάμι φούσκωσε βρήκα στις όχθες ξεβρασμένα ψαράκια. Μάζεψα μερικά και γύρισα με μια σχετικά περηφάνια. Ο τροφοσυλλέκτης μέσα μου είχε κάνει τη δουλειά του.
Βεβαίως, η απογοήτευση ήταν μεγάλη - ίσως μεγαλύτερη από εκείνη όταν γύριζα με τα χέρια άδεια. Η γιαγιά έριξε μια ματιά στα ψάρια μου, είπε ορθά - κοφτά "αυτά δεν τρώγονται" και τα έδωσε στις γάτες, οι οποίες τα τίμησαν δεόντως. Πλην όμως, και αυτό ήταν το πρώτο μάθημα του μικρού τροφοσυλλέκτη, πριν περάσει λίγη ώρα τις έπιασε μια ευκοιλιότητα άλλο πράγμα: Όλη η αυλή βρωμούσε και η γιαγιά, έξαλλη, μου απαγόρευσε το "ψάρεμα".
Μετά, το 1957, ο πατέρας μου πήρε μετάθεση και βρεθήκαμε στο Βόλο. Η επιθυμία μου να αποκαταστήσω τη σχέση μου με το ψάρεμα θέριεψε. Στις απογευματινές βόλτες στην παραλία έβλεπα πολλούς να κάθονται υπομονετικά και να ρίχνουν τις πετονιές δολωμένες με τέχνη στο νερό. Μικρές ψαρόβαρκες αραγμένες στη σειρά, άλλες που έφευγαν κι άλλες που έρχονταν, ήταν μια άλλη πηγή τροφοδοσίας της επιθυμίας μου. Ο πατέρας μου ευάλωτος στις παρακλήσεις μου ενέδωσε και μου πήρε πετονιά, τυλιγμένη ωραία - ωραία γύρω από ένα κομμάτι φελλού, εξοπλισμένη με δύο αγκίστρια και βαρίδι. Α, ένα όνειρο πλησίαζε στην πραγμάτωσή του, επιτέλους.
Καλοκαιράκι ήτανε, μπορεί και άνοιξη, ένα βράδυ πήραμε το δρόμο για την παραλία. Ψωμοτύρι είχαμε για δόλωμα, το μαλάζαμε και το βάζαμε στο αγκίστρι, ώστε να ξεγελάσουμε τα αθώα ψαράκια του Παγασητικού. Ρίχναμε και ξαναρίχναμε την πετονιά, δολώναμε και ξαναδολώναμε, αλλάξαμε το ψωμοτύρι με κάτι σα σκουλήκι που μας έδωσε ένας διπλανός "συνάδελφος", τίποτα. Μα τίποτα,  απολύτως.Αποτυχία, η οποία επαναλήφθηκε και όσες άλλες φορές πήγαμε για ψάρεμα, εκεί στην προκυμαία του Βόλου, καμιά 100 μέτρα από το κτίριο του Παπαστράτου.
Σε λίγο καιρό η πετονιά μπερδεύτηκε, το μόνο που αγκίστρωναν τα αγκίστρια της ήταν το δέρμα στα δάκτυλά μου, το βαρίδι χάθηκε σαν με τρόπο μαγικό, και το σύνολο κατέληξε στην κούτα που είχε ο πατέρας μου με διάφορα εργαλεία, πλάι σε σφυριά, κατσαβίδια, πρόκες και συρματάκια για την ασφάλεια του ηλεκτρικού.
Από τότε δεν επεχείρησα να ψαρέψω άλλη φορά. Η σχέση μου με το σπορ έγινε αυστηρά φιλολογική, καθώς, μεταξύ των βιβλίων του πατέρα μου. ανακάλυψα ένα βιβλίο με τίτλο "Ψαρέματα και ψάρια" - το γκουγκλάρισα, δεν το θυμόμουν - ενός αγνώστου σε μένα και τότε και τώρα Θέμου Ποταμιάνου, του οποίου, πάντως, το όνομα μου φαινόταν ταιριαστό με το θέμα του βιβλίου του, αφού η αναφορά στο υγρό στοιχείο ήταν προφανής. Διάβαζα λοιπόν για ψάρια, δολώματα, παραγάδια, συρτές και λοιπά που δεν θυμάμαι πια τίποτα. Επιπόλαια σχέση, θα μου πείτε και θα έχετε δίκαιο.
Χρόνια πολλά μετά, βρέθηκα στο σπίτι των ξαδελφιών μου, μεταξύ Σουνίου και Λαυρίου, Λιμάνι του Πασά λεγόταν παλιά, τώρα το λένε Ποσειδωνία. Ο άντρας της ξαδέλφης μου και καλός ξάδελφος δικός μου, ο Δημήτρης, είναι ψαράς, ερασιτέχνης, αλλά ψαράς, με τα σύνεργα και το φουσκωτό του και τα όλα του. Με έπεισε, λοιπόν, να πάμε για ψάρεμα. Μπήκαμε στο φουσκωτό, και τσούκου τσούκου,    ανοιχτήκαμε έξω από τη Μακρόνησο.
"Θα κάνουμε το τεμπέλικο ψάρεμα" μου είπε. Μου είπε και τον όρο, που δεν τον συγκράτησα, έδεσε κάπως δυο πετονιές εκατέρωθεν του φουσκωτού, και σιγά - σιγά βολτάραμε από δω και από κει.
Είχα και τη σκοτούρα μου, κάτι πρόσφατες τότε εγχειρήσεις σε ευαίσθητη περιοχή, χτυπιώμουν από τα κύματα πάνω στο πλαστικό και έλεγα τώρα θα ακυρώσω ό,τι πέτυχε ο πρωκτολόγος, αλλά, καλή η παρέα, το Μακρονήσι δίπλα με πόνους ζωντανούς ακόμα, χάζευα πού και πού την πετονιά, όπως μου είχε πει ο Δημήτρης, ωραία ήταν. Αλλά ψάρι, ούτε που ακουμπούσαμε.
"Ρε γαμώ το. Τι έγιναν σήμερα τα ψάρια;" άρχισε να μουρμουρίζει ο ξάδελφος κάνοντας για πέμπτη φορά τη βόλτα. Πού να του εξηγήσω την παλαιά μου σχέση με το ψάρεμα και τις επιτυχίες των παιδικών μου χρόνων, έλεγα.
Και ξαφνικά, να: Η πετονιά που είχα την ευθύνη της ταράχθηκε βιαίως. Την έπιασα, κάτι βαρύ ένοιωσα. "Ρε Δημήτρη, για δες, εσύ που ξέρεις", είπα. Έπιασε την πετονιά ο Δημήτρης. "Ω", μου λέει "πολύ μεγάλο ψάρι. Ροφός σίγουρα. Να δούμε πώς θα το βγάλουμε". Άρχισε τα καλλιτεχνικά με την πετονιά, εγώ ενθουσιασμένος, επιτέλους θα πιάναμε ψάρι, ώσπου κάνει μία και λέει "πάει, μας έφυγε".
Μάζεψε την πετονιά, σπασμένη η άκρη, φευγάτο το ψάρι με τα αγκίστρια και τα όλα της. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής απογοητευμένοι και φάγαμε μπριτζόλες για παρηγοριά.
...
Σκεφτόμουν την ιστορία της ηρωικής απαγκίστρωσης του ψαριού και τις πολιτικές διασυνδέσεις της. Άμα είσαι μάγκας ψάρης, σπας την πετονιά κι αφήνεις τον ψαρά στο περίμενε. Άμα είσαι ψαράκι, σε τρώει στο τηγάνι, άντε στην καλύτερη περίπτωση στη σχάρα και διηγείται στους λοιπούς ψαράδες, πώς σου την έφερε και γελάν τα μουστάκια του.   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια: