Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

ΛΥΚΟΣ ΛΥΚΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ταλαίπωρο χωριό της ελληνικής υπαίθρου, έφθασε ένας μάγκας λύκος. Γνώστης όλων των κανόνων της επικοινωνίας και της ψυχολογίας του πλήθους, κατάλαβε ότι η επιβίωσή του, δηλαδή, το να τρώει που και που κανένα χωρικό, εξαρτιόνταν από την εκμετάλλευση των αδυναμιών των υποψήφιων θυμάτων του. Λυκοφαγωμένοι αυτοί από παλιά, όρμαγαν μόλις ένοιωθαν λύκο κοντά και τον καθάριζαν με λοστάρια, πέτρες και αξίνες, χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες και οικολογικές ευαισθησίες. Και τα όσα είχαν περάσει τους είχαν αναπτύξει και ένα είδος αλληλεγγύης: μόλις ένας από αυτούς κινδύνευε, έτρεχαν όλοι.
Μεγάλο πρόβλημα, δύσκολη η λύση. Καθόταν ο λύκος και μελετούσε, σχεδίαζε, άλλαζε, ξαναοργάνωνε την τακτική του. Κατέληξε, λοιπόν, στο εξής σχέδιο. Βρήκε μια σπηλιά λίγο μακριά από το χωριό, στενή και σκοτεινή. Μπήκε μέσα, κρύφτηκε ώστε να μη φαίνεται καθόλου, και, τι μορφωμένος λύκος θα ήταν, έβγαλε κραυγή μεγάλη στ’ ανθρώπινα:
ΛΥΚΟΣ - ΛΥΚΟΣ
Άκουσε τη φωνή ένας φουκαράς χωρικός που πήγαινε στο χωραφάκι του, σκέφτηκε: Ρε γαμώ το, ξανάλθαν οι λύκοι στο χωριό, βούτηξε την τσάπα του και έτρεξε να καθαρίσει. Μπήκε στη σπηλιά, σκοτάδι πίσσα, ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια του, είχε φαγωθεί, πάει καλά του.
Του άρεσε του λύκου η φτιάξη, όταν τον έκοβαν οι πείνες, περίμενε να μείνει εκεί κοντά ένας χωρικός και έβαζε τις φωνές: ΛΥΚΟΣ - ΛΥΚΟΣ. Τι γινόταν μετά είναι εύκολο να το καταλάβετε.
Πέρασαν χρόνια και καιροί. Γέρασε ο Λύκος, ήρθε άλλος στο θέση του, έμαθε το κόλπο κι αυτός, άρχισε τις πρακτικές εφαρμογές. Κάθε τρεις και λίγο κι ένας κάτοικος του χωριού γινόταν γεύμα στο τραπέζι του Λύκου.
Στο χωριό άρχισαν να οργίζονται. Ρε τι γίνεται εδώ; Πώς λιγοστεύουμε συνέχεια; Πού είναι οι άνδρες μας, οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας, οι γείτονες; Μερικοί σκέφτηκαν να στήσουν ενέδρες, άλλοι να ρίξουν μια μούντζα και να φύγουν για πάντα, άλλοι τα έβαλαν με τον κοινοτάρχη, το δασοφύλακα, τον παπά και το δάσκαλο, κάποιοι άλλοι μιλούσαν για τον παλιό καιρό που στο βορρά υπήρχαν κυνηγοί ειδικευμένοι στην καταπολέμηση του λύκου, σχετικά απομονωμένο το χωριό, ούτε φως, ούτε τηλέφωνο , δεν έμαθαν ότι οι κυνηγοί έθρεφαν λύκους και μια ωραία μέρα κάναν ένα έτσι οι λύκοι, παν οι κυνηγοί, μαντάρα και το χωριό τους, άστα να πάνε. Κι όσο οι χωριάτες τσακώνονταν, όλο και λιγόστευαν.
Μετά άρχισαν και οι παραλογισμοί. «Θεία τιμωρία ο λύκος» , είπαν μερικοί. «Μας τιμωρεί ο Θεός γιατί δε νηστεύουμε Τετάρτες και Παρασκευές». Άλλοι το είδαν πιο αγωνιστικά: «Επειδή τρώμε πολύ, χάσαμε την ευκινησία και την αγωνιστικότητά μας. Χρειάζεται σκληρή πειθαρχία, επιστροφή στις παραδόσεις και στα ιδεώδη του χωριού». Κάποιοι κουτοπόνηροι έβαλαν τα μεγάλα μέσα. Σου λέει, «συντοπίτης μας ο Λύκος, δε μπορεί, θα νοιάζεται για το χωριό. Τι πρέπει να κάνουμε; Να τον προσεγγίσουμε, να του μάθουμε καλούς τρόπους, να του δείξουμε το σωστό».
Ξεκίνησαν αυτοί οι τελευταίοι, άλλος μόνος, άλλοι παρέα - παρέα από δυο τρεις νοματαίους, πήγαν μόνοι τους στο στόμα του λύκου. Κανένας δεν τους ξανάδε, μόνο ένας δυο έβγαιναν που και που, μόνο τα κεφάλια τους, χωρίς σώματα, αιωρούμενα πάνω από τα μαύρα δέντρα του δάσους και με γουρλωμένα μάτια, γεμάτα ένταση, ανοιγόκλειναν τα στόματα και έβγαζαν άναρθρους ήχους. Α, ναι, μια τη γλύτωσε: Η Μαρία η Φαρμάκω, όπως την έλεγαν στο χωριό, γιατί όποιος είχε σχέση μαζί της πέθανε πριν περάσει βδομάδα. Οι φήμες λέγανε ότι ο Λύκος μύρισε το φαρμάκι στο αίμα της και έκανε συμφωνία μαζί της: την έστειλε σε ένα ποτάμι μακρινό να του ψαρεύει ψάρια.
Ο κόσμος άρχισε και αγανακτούσε, εν τω μεταξύ. Και εκεί που λέγαν να κάνουν μπραφ και να περιποιηθούνε το Λύκο, να σου και εμφανίζεται στο χωριό μια νέα αγέλη Λύκων. Αρχηγό είχαν ένα νεαρό λύκο, γελαστό και έξω καρδιά, που άρχισε τις υποσχέσεις. «Ακούστε», είπε. «Αυτός ο άρπαγας σας τρώει το βιος, σας τρώει και εσάς τους ίδιους. Εγώ και η φαμίλια μου θα τον διώξω. Και σας υπόσχομαι ότι εμείς είμαστε άλλου είδους λύκοι. Τρώμε μόνο ζώα επιβλαβή για σας. Ποτέ οικόσιτα. Όσο για ανθρώπινο κρέας, και μόνο η μυρωδιά του μας αηδιάζει».
Σκέφτηκαν λίγο οι χωριάτες, είχαν γεμίσει και τα χωράφια αρουραίους που τρώγαν ότι φύτρωνε, παλικαράδες δεν ήταν να κάνουν μόνοι τη δουλειά, άντε, του’ πανε, όρμα και βλέπουμε.
Έφυγε λοιπόν κακήν κακώς ο παλιός λύκος, ήρθε να η νέα αγέλη. Καλά πήγε για λίγο καιρό, μετά άρχισαν οι βουτηχτές: μια κότα στην αρχή, ένα αρνί μετά, κάτι κατσίκια που δεν τους είχε διαβάσει η μαμά τους το σχετικό παραμύθι, φθάσαμε και στους ανθρώπους. Ο αρχηγός λύκος είχε εν τω μεταξύ χοντρύνει, είχε γίνει τεράστιος, στην αγέλη τον κορόϊδευαν, είχε χάσει τον έλεγχο. Απελπισία οι χωριάτες. Αυτοί δεν έστηναν παγίδες και λύκος - λύκος και τέτοια. Έτρωγαν στην ψύχρα. Και οι αρουραίοι πολλαπλασιαζόντουσαν με εκθετική πρόοδο, όπως το είχε προβλέψει, άλλωστε, κι ο Μάλθος, μπερδεύοντας λίγο τα είδη θηλαστικών.
Πέρασε λίγος καιρός, να’ σου μια νέα αγέλη λύκων. Μοιάζαν με τους παλιούς, αλλά κάτι είχαν κάνει κι έδειχναν άλλοι. Αρχηγό είχαν ένα γέρικο σχετικά λύκο, που οι άλλοι τον φώναζαν «το παιδί», θεός ξέρει γιατί. Το παιδί πήγε στο χοντρολύκο. «Αρκετά φάγατε», είπε με ευφράδεια. «Ήρθε η σειρά μου». Ο χοντρολύκος μισοκοιμόταν κι είπε να γυρίσει πλευρό να συνεχίσει τον ύπνο, αλλά βαρέθηκε κι έμεινε εκεί να κοιτάει με τα τρία τέταρτα των ματιών κλειστά. «Σήκω ρε να παλέψουμε», είπε το παιδί και πήρε στάση μαχητή κουνγκ φου. «Δεν είσαι καλά», είπε ο χονδρολύκος και ολισθαίνοντας πάνω στην συρόμενη στο έδαφος κοιλιά του την έκανε με βαριά βήματα.
Οι νέοι λύκοι ήταν όμως παλιάς κοπής. Ήξεραν όλα τα παλιά κόλπα και μερικά καινούργια ακόμα. Οι φήμες λέγανε ότι κατά την απουσία τους ταξίδεψαν σε μέρη μακρινά και έμαθαν  νέα πράγματα φοβερά και τρομερά. Πάντως είτε τα έφεραν από έξω, είτε ήταν στο αίμα τους, αυτό που γινόταν ήταν σκέτος εφιάλτης. Γέροι, νέοι και παιδιά είχαν παραδοθεί στις ορέξεις της αγέλης. Έντρομοι οι άνθρωποι κλειδώθηκαν στα σπιτάκια τους και έτρεμαν για το τι θα τους συμβεί. Και το παιδί, ίσως από συνήθεια, ίσως μιμούμενο τους προγόνους του, έμπαινε συχνά στη σπηλιά και φώναζε με φωνή επιτηδευμένα παιδική: ΛΥΚΟΣ - ΛΥΚΟΣ.
Έγινε το έλα να δεις μετά. Οι λύκοι μπήκαν μέσα στο χωριό και τρώγαν ό,τι κυκλοφορούσε. Κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον ένα νεκρό ή χαμένο για πάντα. Απόλυτη καταστροφή.
Μέχρι που… Να μέχρι που κάτι πιτσιρικάδες, λιμασμένοι από την πείνα, πήραν σφεντόνες, ανέβηκαν στα κεραμίδια και άρχισαν τον πετροπόλεμο. Και θες η τέχνη του πετροπόλεμου, θες η πείνα που έβαζε φωτιές, θες η θεία δίκη, κάθε πέτρα έβρισκε στόχο. Κουτσάθηκε ο ένας λύκος, τυφλώθηκε ο άλλος, σπάσανε τα δόντια του τρίτου, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, η αγέλη ήταν σε αποσύνθεση. Και πάνω που η προηγούμενη αγέλη, με νέο ορεξάτο αρχηγό, ήταν έτοιμη να ξαναμπεί στο παιγνίδι, οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν, νέοι, γέροι, παιδιά, άνδρες και γυναίκες όρμησαν έξω με μαγκούρες, τσάπες, κλαδευτήρια και μπλάστρες. Πήραν στο κυνήγι τους λύκους, άλλους σκότωσαν, άλλους έπνιξαν στο ποτάμι, άλλους τους έγδαραν και άλλους τους έκοψαν ουρές και αυτιά και τους άφησαν να γυρίζουν στις ερημιές, να τους βλέπουν οι άλλες αγέλες και να αλλάζουν δρόμο.
Κι ενώ το χωριό ετοιμαζόταν για τη μεγάλη γιορτή της σωτηρίας, καθώς έπεφτε το σκοτάδι μια φωνή παιδιού ακούστηκε: ΛΥΚΟΣ - ΛΥΚΟΣ. Άρπαξαν ξανά τα αυτοσχέδια όπλα και χύθηκαν ξανά όλοι στα δάσος. Η κραυγή ερχόταν από την καταραμένη σπηλιά, αυτή τη φριχτή παγίδα, όπου τόσοι δικοί τους μαρτύρησαν. Έριξαν δάδες μέσα και τη φώτισαν καλά και μπήκαν μέσα ,με προσοχή.
Πάνω σ’ ένα σωρό κόκαλα καθόταν ο Λύκος Παιδί και κραύγαζε ΛΥΚΟΣ - ΛΥΚΟΣ. Κάποιοι τον περιέγραψαν κωμικό, ο πιο αστείος λύκος που είδαν ποτέ. ¨Άλλοι, πιο παρατηρητικοί μιλούσαν μετά για το κενό βλέμμα, για τα μάτια που κοίταζαν, αλλά δεν έβλεπαν. Το κεφάλι που παλούκωσαν στην πλατεία εκείνο το ίδιο βράδυ, ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε, ούτε μιλούσε, στα σίγουρα.
Ένα παραμύθι σας είπα, σαν εκείνα που μου έλεγε η γιαγιά μου χειμωνιάτικα πρωινά, καθώς βουτούσε κομμένες φετούλες στο βαρύ γλυκό καφέ της και έψηνε λουκάνικα στην ξυλόσομπα για να φάει το πρωταγγόνι της. Τώρα προπονούμαι για παππούς, ελπίζω όχι σύντομα, και, όπως ξέρουν οι κόρες μου, μ’ αρέσει να μπερδεύω παραμύθια, φαντασίες και αλήθειες στην ίδια ιστορία, πράγμα απαράδεκτο για τα παιδιά που θέλουν ευθείες διηγήσεις με ηθικά διδάγματα. Αλλά εσείς, μεγάλα παιδιά, ξέρετε ότι δεν κινδυνεύετε από τα παραμύθια μου, ούτε καν υπάρχουν λύκοι. Ούτε και ηθικά διδάγματα.
                

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

το καταλάβαμε το παραμύθι, αλλά το τέλος είναι φριχτό και αν το πείτε στα εγγόνια θα βλέπουν εφιάλτες τα βράδια και δεν είναι καθόλου σωστό.

labecon είπε...

Δεν θα το πω. Δεν θα λέω καθόλου παραμύθια. Στο υπόσχομαι