Το κείμενο αυτό αποτελεί την εισήγησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Σεραφείμ Σεφεριάδη, μαζί με τον συγγραφέα του και τους Γιάνη Γιανουλόπουλο, Γιάννη Κουζή και Γιάννη Μαυρή, στις 16 Οκτωβρίου 2017, στο Polis Art Café.
Το βιβλίο του Σεραφείμ Σεφεριάδη
(2017, εκδόσεις Τόπος), είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που μια επιπόλαιη
ματιά θα αντιλαμβανόταν: ένα σύνολο κειμένων, γραμμένων σε διαφορετικές στιγμές
των δέκα τελευταίων χρόνων με αφορμή, κυρίως, την τρέχουσα συγκυρία και τα
οποία αποτυπώνουν την οπτική του συγγραφέα.
Με κανέναν τρόπο δεν έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή συγκυριακών
κειμένων. Έστω κι αν είναι γραμμένα για το «ευρύ κοινό» των εφημερίδων,
συγκροτούν μια διεισδυτική, θεωρητικά κατευθυνόμενη, εξέταση της συγκυρίας.
Χωρίς να συνιστούν περιγραφικά κείμενα – πρώτη ύλη του ιστορικού του μέλλοντος,
θα αποτελέσουν πολύτιμο ερμηνευτικό
οδηγό του έργου του. Αλλά και αποτελούν πολύτιμο ερμηνευτικό οδηγό κατανόησης
και αναστοχασμού δικό μας, των συγχρόνων, που ζήσαμε αυτά τα χρόνια όχι ως
αποστασιοποιημένοι μελετητές των φαινομένων, αλλά ως ενεργοί πολίτες, ως
βιώσαντες.
Ταυτοχρόνως, όπως ορθά επισήμανε
ο Γιάνης Γιανουλόπουλος στην παρουσίαση του βιβλίου, κάθε ένα από αυτά θα
μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και συζήτησης. Η αυτονομία των
κειμένων που συναποτελούν το βιβλίο, όμως, παραμένει προσδιορισμένη από τις βασικές
αρχές, θεωρίας και μεθόδου, που τα παράγουν, προσδίδοντας στο σύνολο την
ενότητά του.
Ας δούμε τους όρους που συνθέτουν
αυτήν την ενότητα. Ήδη καταγράφονται στον
τίτλο του βιβλίου: «Κόκκινο Νήμα» αφ’ ενός, «δεκαετία» αφ’ ετέρου. Στον
υπότιτλο υπάρχει και μια δεύτερη χρονική, αλλά και ποιοτική, διευκρίνιση, «τα χρόνια
της κρίσης», εισάγοντας τη λέξη «κρίση». Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με αυτές
τις τρεις λέξεις: «νήμα», «δεκαετία», «κρίση».
Ας αρχίσουμε με τις δύο
τελευταίες λέξεις: Ποια είναι αυτή η δεκαετία και γιατί συνδέεται με την
«κρίση»; Και ποια είναι αυτή η «κρίση» και πώς οριοθετεί το χρόνο, το πλαίσιο
της δεκαετίας; Τα κείμενα του βιβλίου, άρθρα, συνεντεύξεις, εισηγήσεις σε
ποικίλες εκδηλώσεις, τοποθετούνται χρονικά στο πλαίσιο μιας δεκαετίας: Από το
2007 ως σήμερα με λίγες προγενέστερες εξαιρέσεις. Η χρονική αυτή οριοθέτηση
αποκτά τη σημασία της μόλις συνδεθεί με τον προσδιορισμό της: τα χρόνια της
κρίσης. Η κρίση, συνεπώς, είναι η έννοια που οργανώνει το περιεχόμενο, που του
δίνει τη συνεκτικότητά του.
Αλλά για ποια κρίση πρόκειται;
Μια πρώτη απάντηση θα ήταν, φυσικά, η οικονομική κρίση, η κρίση που εκδηλώθηκε
το 2008 και η οποία, στην περίπτωση της Ελλάδας, εντάθηκε μέσω των Μνημονίων
και συνεχίζεται ως σήμερα, «χωρίς φως στην άκρη του τούνελ», παρά μόνο το
αμυδρό αντιφέγγισμα που προσφέρουν οι απόπειρες κανονικοποίησής της.
Μια τέτοια ερμηνεία δεν θα ήταν
άστοχη: Έστω και αν η κρίση είναι οικονομική, προκύπτει, δηλαδή, κυρίως, από
οικονομικούς μηχανισμούς, τα αίτια και οι συνέπειες δεν είναι μόνον οικονομικά,
ούτε περιορίζονται στην οικονομία, Ούτε είναι μόνον γεωγραφικά: η κρίση δεν
είναι περιορισμένη στην Ελλάδα. Προκύπτει ως αποτέλεσμα μηχανισμών που
εγκαθιδρύθηκαν σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο εκφράζοντας την κυριαρχία του
χρηματιστικού κεφαλαίου και του πολιτικού προγράμματος του νεοφιλελευθερισμού.
Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης γνωρίζει
πολύ καλά και την πολλαπλότητα των αιτίων και την ευρύτητα των συνεπειών της
κρίσης. Και τοποθετείται στα σύντομα και συγκυριακά του κείμενα ανατέμνοντας
αίτια, εκφάνσεις και συνέπειες, αφαιρώντας τα ψιμύθια του νεοφιλελεύθερου
επιχειρήματος συστηματικά και αποτελεσματικά, επιτρέποντας να αναδειχθεί το
αποτρόπαιο πρόσωπο πίσω από το προσωπείο.
Πιστεύω, όμως, ότι υπάρχει μια
δεύτερη, αναγκαία κι αυτή, ανάγνωση της κρίσης, η οποία είναι περισσότερο
κρίσιμη: Η ανάδειξη και η πτώση των κοινωνικών κινημάτων που, είτε αναφερόμενα
στην γενικότερη κρίση της περιόδου, είτε σχετικώς ανεξάρτητα από αυτήν,
αποτελούν το υλικό επιστημονικής αναζήτησης του Σεφεριάδη. Από τα κινήματα του
Πανεπιστημίου και το κίνημα που ξεσπά με βιαιότητα μετά τη δολοφονία του
Γρηγορόπουλου ως τα κινήματα των πλατειών, αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες και
μετανάστες, το κίνημα κατά της ξενοφοβίας και του νέου φασισμού.
Ήδη στην Εισαγωγή του στο βιβλίο
ο Σεφεριάδης μας εισάγει στη θεματολογία αυτή με τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκών
και ακτιβιστών. Στο θέμα θα επανέλθω, αλλά ας γυρίσουμε στο νήμα, που είναι
κόκκινο.
Ο Σεφεριάδης στην Εισαγωγή του
βιβλίου χρησιμοποιεί δύο φορές τον όρο «κόκκινο νήμα». Την πρώτη φορά (σ. 12)
για να δηλώσει ότι το σύστημα νοημάτων που εκπέμπεται από το λόγο και τη γραφή ακαδημαϊκών και
ακτιβιστών είναι κοινό. Υπάρχει ένα κοινό νήμα αμφισβήτησης (εξ ου και κόκκινο)
και ανατροπής, παρά τις διακριτές λειτουργίες που επιτελούνται. Την δεύτερη
φορά γράφει:
«… αν κάτι συνεκτικά, ως ‘κόκκινο νήμα’, διατρέχει το πόνημα, αυτό είναι η
σημασία της πολιτικής ως ελλόγου μετασχηματιστικού διαβήματος». (σ. 13).
Οι δύο αυτές αναφορές στο
«κόκκινο νήμα» δεν είναι αντιφατικές: η δεύτερη λειτουργεί συμπληρωματικά,
διευκρινίζοντας την πρώτη. Νομίζω αυτό είναι το κλειδί κατανόησης του βιβλίου,
ο μίτος της Αριάδνης, που μας επιτρέπει να κινηθούμε με ασφάλεια στις
αντιφατικές εκφάνσεις μιας σκληρής πραγματικότητας. Μας επιτρέπει, για να
χρησιμοποιήσω μια μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Σεφεριάδης, να κινηθούμε
χαρτογραφικά, χρησιμοποιώντας ειδικούς χάρτες για τα μικρά (που δεν είναι καθόλου
ασήμαντα) και τα μεγάλα.
Αλλά η «η σημασία της πολιτικής
ως ελλόγου μετασχηματιστικού διαβήματος» είναι δηλωτική των αποστάσεων που
χωρίζουν την προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου από τον Σεφεριάδη σε σχέση με
τον συντηρητικό ορισμό της πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού», δηλαδή της a priori αποδοχής του
υπαρκτού ως δεσμευτικού πλαισίου δράσης. Η πολιτική, και ελπίζω να μην παραποιώ
την άποψη του Σεφεριάδη, συνιστά πράξη που διευρύνει το πεδίο των διαθέσιμων
επιλογών μετασχηματίζοντας το υπάρχον σύστημα εξουσίας. Αλλιώς, η πολιτική, ως
τέχνη του εφικτού, μετατρέπεται η ίδια σε διαχείριση, κάτι που έχουμε εμπεδώσει
πολύ καλά με την εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η έλλειψη του χάρτη και η έλλειψη της πυξίδας.
Τα κοινωνικά κινήματα επαναφέρουν
στο προσκήνιο εκείνη την έννοια της πολιτικής που αντιτίθεται στην πολιτική ως
διαχείριση. Τα κοινωνικά κινήματα απαιτούν μετασχηματισμούς του υπάρχοντος,
μεταβολή του ισχύοντος, άλλοτε μικρής και άλλοτε μεγάλης κλίμακας, άλλοτε προς
τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση. Τα κοινωνικά κινήματα στις ποικίλες
εκφάνσεις τους γεννιούνται από τις αντιφάσεις ενός κοινωνικού συστήματος που
δομείται πάνω στις κοινωνικές ανισότητες και, περαιτέρω, οργανώνει και
θεσμοποιεί τις κοινωνικές ανισότητες.
Η μεταφορά του χάρτη της μικρής
και της μεγάλης κλίμακας, νομίζω ότι, μας επιτρέπει μια επαρκή προσέγγιση των
κοινωνικών κινημάτων: Τα κοινωνικά κινήματα αρθρώνονται με αναφορά σε ειδικά
αιτήματα. Αυτή η ειδικότητα των αιτημάτων, αιτήματα ισότητας, περιβάλλοντος,
αστικής συμμετοχής και επαναδιαπραγμάτευσης του κοινού χώρου, τα προσδίδει το
μεταρρυθμιστικό τους χαρακτήρα, αλλά και τα καθιστά ευάλωτα: αρκεί να υπομνήσω
το κραταιό φεμινιστικό κίνημα των δεκαετιών 60 και 70 και τη σημερινή σιγή του
σε πληθώρα καταστάσεων, διαδικασιών και αντιλήψεων που υποτιμούν τη γυναίκα: Το
φύλο, μας λέει η ιστορία, έχει και κοινωνική τάξη – η νέα μικροαστική τάξη
κερδοσκόπησε πάνω στην ανισότητα του φύλου για να φτιάξει καριέρες,
επαγγελματικές, επιστημονικές και πολιτικές, με όμοιο τρόπο που συνδικαλιστικές
ηγεσίες κερδοσκόπησαν πάνω στους αγώνες των εργαζομένων. Ανάλογες διαδρομές
βλέπουμε στο χώρο της οικολογίας.
Ο Σεφεριάδης δεν αποδέχεται
άκριτα την οπτική των «νέων» κοινωνικών κινημάτων, ιδιαίτερα όταν δημιουργούν
μιαν αντίθεση με το παραδοσιακό κοινωνικό κίνημα, το κίνημα της εργατικής τάξης (δες λ.χ. το
κείμενο στη σ. 80 κ.ε.). Γιατί το κίνημα της μισθωτής εργασίας, το κίνημα της
νεωτερικότητας, έθεσε το γενικό αίτημα της απελευθέρωσης από τους ποικίλους
καταναγκασμούς. Είναι αναγκαίο, συνεπώς, να δεχθούμε την ιεράρχηση των
αιτημάτων μέσω μιας πορείας διαλεκτικής έντασης, που σημαίνει την αναγνώριση
των διαφορών και αποστάσεων ως πρώτο αναγκαίο βήμα, πορεία όπου οι όροι της
αντιπαράθεσης εκλογικεύονται και οργανώνουν μια ενότητα υπέρβασης των ειδικών
αιτημάτων, μια μορφή γκραμσιανής ηγεμονίας, στην οποία, το οικονομικό παραμένει
καθοριστικό, αλλά όχι απολύτως καθοριστικό.
Πώς μπορεί να δεθεί το μικρό με
το μεγάλο, το ειδικό με το γενικό, το τοπικό με το εθνικό και το εθνικό με το
παγκόσμιο, το περιβάλλον με την εργασία; Πώς θα μπορέσουμε στο ζήτημα των
«ταυτοτήτων» που, σε μια όχι τόσο ακραία εκδοχή τους, οδηγεί σε προσεγγίσεις
μεθοδολογικής και πολιτικής εξατομίκευσης, να κρατήσουμε ζωντανή ως έννοια και
γόνιμη ως αναλυτική κατηγορία την κοινωνική τάξη;
Είχα την τύχη να μου ζητηθεί
προσφάτως να επιμεληθώ την ελληνική έκδοση του βιβλίου του David Harvey «Δρόμοι και
Τρόποι του Κόσμου». Πρόκειται επίσης για ένα βιβλίο συλλογής άρθρων. Μεταξύ
αυτών, στο άρθρο που επιγράφεται «Μαχητική Ιδιαιτερότητα και Παγκόσμιες
Φιλοδοξίες» ο Harvey
αναφέρεται στην προσωπική του εμπλοκή σε μια κινηματική καμπάνια για τη διάσωση
του εργοστασίου αυτοκινήτων Morris στο Cowley στην Οξφόρδη το 1988. Αυτό που ήταν το επίδικο
αντικείμενο ήταν η διάσωση των θέσεων εργασίας, ήδη σημαντικά μειωμένων, ενώ οι
υπόλοιπες σταδιακά μετατρέπονταν σε κακοπληρωμένες και ασταθείς. Αλλά η προοπτική
ήταν να κλείσει το εργοστάσιο και στους χώρους να γίνει μια «εξευγενισμένη αστική
ανάπλαση».
Ο Harvey περιγράφει το δίλημμα του ακαδημαϊκού:
Πώς να συμμετέχει ενεργά σε μια καμπάνια που τη θεωρεί αλυσιτελή, αφ’ ενός, ενώ
οι παγκόσμιες τάσεις στην ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας, το ζήτημα του
περιβάλλοντος, η αντίθεση στον καταναλωτισμό, που συνδέεται με τη χρήση του
αυτοκινήτου, κλπ, τον οδηγούν στο να ευνοήσει μάλλον, παρά να αντισταθεί, στα
προγράμματα αστικής ανάπλασης; Αλλά πώς θα ησυχάσει και την άλλη του συνείδηση,
όταν γνωρίζει ότι η απώλεια των θέσεων εργασίας θα σημάνει τον μόνιμο
αποκλεισμό από την εργασία, τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση;
Με
βαριά καρδιά και με διαφωνίες συμμετέχει, με συγκρούσεις που τον απομακρύνουν
από το συνδικαλιστικό κίνημα. Μιλάει, λοιπόν, για την «μαχητική ιδιαιτερότητα»,
τον μαχητικό κινηματικό αυτο-αποκλεισμό των εργατών από τον κοινωνικό τους
περίγυρο (την υπόλοιπη πόλη), αναζητά την ερμηνεία στα μυθιστορήματα του Raymond Williams και, παραδόξως,
αποφεύγει να καταφύγει στον Perry Anderson, που από τη δεκαετία του 1960 έχει θέσει το ζήτημα
της αγγλικής ιδιαιτερότητας και του οικονομισμού των συνδικάτων.
Νομίζω ότι στο δίλημμα του Harvey, αυτό που θα
ονόμαζα «αδυναμία λήψης αποφάσεων σε ένα υπερπροσδιορισμένο περιβάλλον», τυπική
των ακαδημαϊκών διανοούμενων, έρχεται να απαντήσει, εμμέσως, πλην σαφώς, ο
Σεφεριάδης. Στο δίλημμα «θεωρία ή πολιτική – κινηματική δράση» υπάρχει
απάντηση, στο βαθμό που η θεωρία δεν γίνεται αυτοσκοπός, που η θεωρία δεν
εξαντλεί την παρουσία της σε βιβλία, άρθρα, αίθουσες συνεδρίων και σεμιναρίων,
στο βαθμό που η θεωρία δεν ξεχνιέται στο όνομα μιας πολιτικής της τέχνης του
εφικτού, αλλά διαλέγεται με τα κινήματα, μπολιάζει και μπολιάζεται από αυτά.
Στο βαθμό που η θεωρία, η θεωρία των κοινωνικών επιστημών, δεν κατανοεί τον
εαυτό της ως ουδέτερη, υπερβατική και απόμακρη, αλλά ως πεδίο το οποίο
διαπερνάται και ορίζεται από τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Με τις σκέψεις αυτές, που μπορεί
να τις θεωρήσατε αισιόδοξες, αλλά φοβάμαι ότι είναι απελπιστικά παράταιρες στη
σύγχρονη πανεπιστημιακή πραγματικότητα, να μου επιτρέψετε να ολοκληρώσω την
παρουσίαση ενός πολύ σημαντικού βιβλίου σπάνιου επιστημονικού ήθους και
μαχητικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου