Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΘΑ ΨΗΦΙΣΩ



Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για τα παιδιά μου για να ζήσουν με τη δουλειά τους, τίμια και με αξιοπρέπεια, χωρίς φόβο για το μέλλον, χωρίς να υποχρεωθούν να ξενιτευτούν, αλλά να μείνουν στον τόπο τους να δημιουργήσουν ελεύθερα.
Την Κυριακή θα ψηφίσω και για τα άλλα παιδιά, τους φοιτητές μου. Εκείνους που πήραν το πτυχίο και έφυγαν για τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, την Αγγλία και αλλού. Που σκόρπισαν «σαν τα τρελά πουλιά» για ένα κομμάτι ψωμί, σαν τους προπαππούδες αρχές του 20ου αιώνα, σαν τους παππούδες στα 1960. Για να σπουδάσουν, να βρουν δουλειά, να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα εκεί στα ξένα, αφού η μητέρα πατρίδα τους μεταχειρίζεται σαν κακιά μητριά, τους στερεί την ελπίδα, το παρόν, το μέλλον. Και τα άλλα παιδιά που έμειναν εδώ, προσπαθούν να βρουν ένα λειψό μεροκάματο, περιστρέφονται μεταξύ ανεργίας και μερικής εργασίας, μαραζώνουν και οργίζονται, στα 30 τους στο πατρικό σπίτι, με ένα ψευτοχαρτζιλίκι για τον καφέ που πίνουν ώρες ατέλειωτες προσπαθώντας να κρύψουν το δράμα μέσα και γύρω τους.
Την Κυριακή θα ψηφίσω και για παιδιά που έπαθαν τη λοβοτομή των εισαγωγικών εξετάσεων για να μπουν σε πανεπιστήμια χωρίς αίθουσες, χωρίς θέρμανση, χωρίς υποδομές, χωρίς προσωπικό, βρώμικα και προκάτ, με εξουσιαστές καθηγητές, φυγόπονους και χωρίς έμπνευση, απορροφημένους στην καριέρα και στο πορτοφόλι, και συνδικαλιστές που σπουδάζουν τη διαπλοκή από τα εφηβικά τους χρόνια.  
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για τα 100.000 παιδιά των 18 χρονών που τους απέκλεισαν από την κάλπη, τους στέρησαν το πολιτικό τους δικαίωμα να επιλέξουν το μέλλον τους, αφού προηγουμένως τους στέρησαν το ίδιο το μέλλον.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για τους άνεργους που ζουν από τύχη, χωρίς επίδομα ανεργίας, χωρίς θέρμανση, χωρίς περίθαλψη, να νοιώθουν άχρηστοι, παραπεταμένοι, αποκλεισμένοι, τις δεξιότητές τους να απαξιώνονται, τη δημιουργικότητά τους να συρρικνώνεται, την αξιοπρέπειά τους να καταπατάται, την κατάθλιψή τους να γιγαντώνεται.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για κείνους που μετά από 20 και χρόνια δουλειάς δεν πρόκειται να βρουν δουλειά, να πάρουν σύνταξη, να ζήσουν ως πολίτες μιας σύγχρονης κοινωνίας, που ωθούνται στο περιθώριο, που νοιώθουν το φόβο για το αύριο να φτεροκοπάει στα σωθικά τους κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, μέρα και νύχτα. Το φόβο και την απελπισία για τους ίδιους, τους συντρόφους τους, τα παιδιά τους.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για τους ξένους μας, για να συμβιώσουμε με ασφάλεια, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Για να πάψουν να πνίγονται στο Αιγαίο, να πάψουν να ζουν πίσω από σίδερα, να πάψουν να εγκλωβίζονται σε μια άφιλη χώρα που την είδαν μόνο σα σταθμό και έγινε η φυλακή τους. Να πάψει το σώμα τους να είναι στο έλεος εκμεταλλευτών και δολοφόνων, να πάψει η ψυχή τους να ζει στον τρόμο και στην απειλή.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για τα κλειστά εργοστάσια, τα κλειστά μαγαζιά, θα ψηφίσω να σταματήσει η απόλυτη καταστροφή του παραγωγικού μας δυναμικού. Θα ψηφίσω για τη σοδειά που χάθηκε, τα φρούτα που σάπισαν, τα δάνεια που δεν μπόρεσαν να πληρωθούν, τον εμπαιγμό του μεγαλέμπορα.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για να αποκατασταθούν τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων, να αποκτήσει το εργατικό δίκαιο το νόημά του, να επανέλθουν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Για να αποκατασταθεί η θετική αξία της εργασίας και η αξιοπρέπεια των εργαζομένων.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για να χαθούν οι αεριτζήδες, τα ασπόνδυλα, οι βολεψάκηδες, τα λαμόγια, οι μιζαδόροι, οι απατεώνες από τη δημόσιο βίο. Αυτοί που εδήωσαν την οικονομία, την κοινωνία, τη χώρα, που σκόρπισαν την καταστροφή για δικό τους κέρδος.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για να τιμωρηθούν όσοι παραβίασαν νόμους και σύνταγμα, όσοι κάλυψαν και όσοι καλύφθηκαν πίσω από έωλα νομοθετήματα αμνηστίας, όσοι χάρισαν δημόσια περιουσία και δημόσιο χρήμα, όσοι τους χαρίστηκε δημόσια περιουσία και δημόσιο χρήμα.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την επιστροφή της Πολιτικής, την καταδίκη των ναζιστών και των ομοίων τους, των ρατσιστών και όσων δε σέβονται τον συνάνθρωπό τους. Θα ψηφίσω για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για την Ευρώπη που θέλουμε, την Ευρώπη των λαών και των εργαζομένων, την Ευρώπη της τέχνης και του πολιτισμού, την Ευρώπη της ειρήνης και της δικαιοσύνης, την Ευρώπη της συνεργασίας και της αλληλεγγύης.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Για τους συντρόφους που πέθαναν και τους συντρόφους που ζούνε. Για τους αγώνες που δώσαμε, για εκείνους που θα δώσουμε, για εκείνους που δε δώσαμε. Για τις ήττες μας και τις επιτυχίες μας. Για την ανιδιοτέλεια, την εμπιστοσύνη, τον αλληλοσεβασμό. Για τις συμφωνίες και τις διαφωνίες μας. Για αυτά που μας έκαναν να χαρούμε, γι’ αυτά που μας έκαναν να πικραθούμε. Για τις συναντήσεις και τις αποστάσεις μας.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Θα ψηφίσω για τους νεκρούς μας, τους φυλακισμένους και τους εξόριστους. Για όσους κράτησαν περήφανα ψηλά το κεφάλι και για όσους έκαναν δήλωση. Για τον πατέρα μου και τους μπαρμπάδες μου, για το θείο μου το Γιάννη που τον δολοφόνησαν οι πρόγονοι του Βορίδη και του Μπαλτάκου.          
Την Κυριακή θα ψηφίσω για μένα. Γι’ αυτά που έκανα, γι’ αυτά που θέλησα και δεν μπόρεσα, για όσα έζησα και για όσα θέλω να ζήσω.
Την Κυριακή θα ψηφίσω. Για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Την Κυριακή θα ψηφίσω. ΣΥΡΙΖΑ.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ)


Είπα να γράψω ένα ανέκδοτο, παλαιό ανέκδοτο, και ίσως γνωστό σε όλους, στο ΦΒ, και, μετά σκέφτηκα ότι αυτό το μικρό αφήγημα είχε ένα νόημα πολύ πιο ενδιαφέρον από το προφανές και, μάλιστα, πολύ πιο επίκαιρο. Πολλαπλώς επίκαιρο.
Είπα, λοιπόν, να προκαλέσω τους φίλους του ΦΒ, να σκεφτούν και να βρουν αυτό το ελάχιστα κρυμμένο νόημα του ανεκδότου. Είπα ότι το νόημα ήταν πολιτικό, και αυτή ήταν η μόνη βοήθεια που μπορούσα να δώσω.     
Το ανέκδοτο τώρα

Γιορτές, το ευρύ σόϊ συγκεντρώνεται και μέσα στα θέματα του οικογενειακού κουτσομπολιού, τι άλλο; - ο θαυμασμός για το νεώτερο παιδάκι της οικογένειας. Πέντε χρονών σκάρτα ο πιτσιρίκος τοποθετείται μπροστά στους επισκέπτες που αρχίζουν τα σχόλια.
«Καλέ, κοίτα. Έχει τα μάτια του πατέρα του».
«Και το στόμα της μαμάς του».
«Στο πηγούνι ίδιος ο παππούς ο Βρασίδας».
«Στ' αυτιά όμως πήρε από τον άλλο παππού».
«Κι μύτη του, δες: ίδιος ο θείος Θανάσης, Μεγάλη και ίσια».
«Και τα μαλλιά τα πήρε από τη γιαγιά του».
«Μόνο το χρώμα. Είναι σπαστά σα της θείας της Μαρίας».
κλπ, κλπ,  κλπ.
Ώσπου, το παιδάκι αγανάκτησε, βαρέθηκε και είπε:
«Και το παντελόνι μου είναι του μεγάλου μου αδελφού και το πουλόβερ του μεγάλου μου ξαδέλφου, και μένα με λένε Γιώργο και εσείς είστε μαλάκες».






Επί της ουσίας, το ανέκδοτο δεν είναι καν ανέκδοτο, με τη διπλή έννοια του ανεκδότου. Δεν προκαλεί τον γέλωτα, ούτε καν ένα χαμόγελο, δεν είναι, επίσης, πρωτότυπο: Ουσιαστικά επαναλαμβάνει μια κοινή, κοινότατη σκηνή, παιγμένη εξακολουθητικά και αναπότρεπτα. Αν ξαφνιάζει σε κάτι είναι η αντίδραση του μικρού Γιωργάκη (τυχαίο το όνομα, μην κάνετε συνειρμούς από αυτό).
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από την αρχή. Τι μας λέει η ιστορία; Ένα μικρό παιδί εμφανίζεται στην οικογενειακή και φιλική σύναξη και υπόκειται στον φυσιογνωμικό έλεγχο από την ομήγυρη. Για ποιο λόγο αυτή η διαδικασία; Μα είναι μια διαδικασία αναγνώρισης, αφ’ ενός, και εξοικείωσης, αφ’ ετέρου: Αναγνώρισης, καθώς η ανίχνευση των χαρακτηριστικών επιβεβαιώνει τη γνησιότητα της πατρότητας, έστω και μέσω των χαρακτηριστικών των συγγενών από τη μεριά του πατέρα. Εξοικείωσης, διότι μέσω της αναγνώρισης το παιδί γίνεται αποδεκτό ως μέλος αυτής της οικογένειας, σαρξ εκ σαρκός, δικό τους, οικείο.
Αυτή είναι η κοινότυπη τελετουργία που επαναλαμβάνεται εκάστοτε, έστω και αν η επανάληψη την έχει μετατρέψει σε ασυνείδητη, άρα πιο βαθειά, πιο απρόσιτη, πιο σκοτεινή.
Καλά μέχρι εδώ; Ας ελπίσουμε καλά.
Αλλά η πράξη εξοικείωσης υποδηλώνει και τη συνέχεια: Η αναγνώριση των χαρακτηριστικών των συγγενών στα χαρακτηριστικά του παιδιού διακηρύσσει ότι η οικογένεια έχει συνέχεια, έχει μέλλον, θα ζήσει μέσω του παιδιού, όταν οι φέροντες τα χαρακτηριστικά έχουν πεθάνει. Στα μάτια, το στόμα, στη μύτη, στα μαλλιά, στους μορφασμούς και στα σουσούμια αντανακλώνται όσοι δεν θα ζουν, αλλά θα ζουν, παρά ταύτα, μέσω αυτού του παιδιού. «Σε βλέπω και μου θυμίζεις τη μάνα σου, τον πατέρα σου …» το έχουμε πει όλοι μας πολλές φορές. Μου θυμίζεις, δηλαδή αναβιώνεις τη μνήμη τους, τους ζωντανεύεις μέσα μου.
Και, ταυτοχρόνως, αυτή η εξοικείωση συνεπάγεται ένα ακόμα πιο σκοτεινό πρόταγμα: Εκφράζει την ενδόμυχη ή ασυνείδητη επιθυμία μιας ομοιότητας που υπερβαίνει τα επιφανειακά χαρακτηριστικά και περιλαμβάνει αρετές. Κι αν οι ομοιότητες χαρακτηριστικών συνδέουν το παιδί με άτομο της οικογένειας αμφιβόλου ηθικής ή ικανότητας, η αναγνώριση συνοδεύεται από την αποτροπή: «κοίτα μη μοιάσεις στον προκομμένο ή στην προκομμένη».
Φαντάζομαι, στα απλουστευτικά αυτά οι ειδικοί ίσως να αναγνωρίζουν πράξεις εκκοινωνισμού και διαχείρισης του λανθάνοντος μηνύματος, ίσως πάλι όχι. Κάθε αντίρρηση αποδεκτή.
Γιατί το θέμα μου δεν είναι αυτό. Το θέμα μου είναι πολιτικό.
Και πώς μεταβαίνουμε από το οικογενειακό περιβάλλον στο πολιτικό; Μα φυσικά μέσω της αλληγορίας.
Ένα νέο κόμμα γεννήθηκε πριν λίγα χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ. «Γεννήθηκε» ως κόμμα διεκδικητής της πολιτικής εξουσίας, της κυβέρνησης, γιατί είχε ήδη πολλά χρόνια πριν γεννηθεί και καμιά δεκαετία πριν αναγεννηθεί. Ως κόμμα αριστερό, ριζοσπαστικό και κινηματικό, και όχι ως πολιτικός χυλός που ήταν κάποτε.
Και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα εν δυνάμει κυβέρνησης, ενεργοποιήθηκε η διαδικασία αναγνώρισης – εξοικείωσης που λέγαμε πιο πριν: Το συριζόπαιδο ήρθε και έμεινε, δεν εκδιώχθηκε ως αποπαίδι και μούλικο, παρά τις λάβρες αρχικές προσπάθειες. Ήρθε και έμεινε, απρόσκλητο, αλλά μέσα στο σπίτι. Αναγνώριση και εξοικείωση, η μόνη λύση.
Άρχισε λοιπόν η αναζήτηση των κοινών χαρακτηριστικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως νέοΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα λαϊκίστικο, ο ΣΥΡΙΖΑ το ένα, ο ΣΥΡΙΖΑ το άλλο, μέχρι διαπλεκόμενο. Σαρξ εκ σαρκός ή η ιστορία της κουτσονούρας αλεπούς, όπως αγαπάτε. Ο απατεώνας δεν μπορεί παρά να θεωρεί και τους άλλους ως δυνητικά, τουλάχιστον, απατεώνες. Αναγνώριση, εξοικείωση, αποτρεπτικά προτάγματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερο αποτρεπτικά προτάγματα προήλθαν από το χώρο της ΔΗΜΑΡ, τους πλέον κοντινούς συγγενείς. Άλλη ιστορία αυτή.
Δε σας λέω τίποτε καινούργιο και βαρεθήκατε, το βλέπω. Για να φθάσουμε λοιπόν στο φινάλε.
Ο μικρός Γιώργος της ιστορίας μας φώναξε αγανακτισμένος:
«Ναι, τα μάτια, το στόμα, η μύτη, τα μαλλιά, το σαγόνι, το παντελόνι, το πουλόβερ, όλα, είναι σαν να ανήκουν σε άλλους και κάποτε ήταν. Όμως εμένα με λένε Γιώργο και εσείς είστε μαλάκες».       
Η απόλυτη δήλωση αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού. Ο μικρός Γιώργος λέει μια κουβέντα και όλη η διαδικασία αναγνώρισης – εξοικείωσης καταρρέει. Μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά και τα ρούχα, ακόμα, όλων αυτών, αλλά εκείνος είναι ΕΚΕΙΝΟΣ, το μοναδικό άτομο που μετασχηματίζει τα επιμέρους στοιχεία που το συναποτελούν σε μια μοναδική και ανεπανάληπτη σύνθεση. Ο Γιώργος αυτοπροσδιορίζεται ως ιστορικό γεγονός, ανεπανάληπτο, συνέχεια και τομή, διακριτός και αυθύπαρκτος.
Και αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να έχουν προστρέξει ΠΑΣΟΚοι, μικρολαμόγια, καριερίστες, ιδιοτελείς, αλλά μας λέει, ή θέλω να μου πει, βροντερά:
ΕΙΜΑΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟΣ, ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ.
ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΑΝ ΔΕ ΜΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΕΤΣΙ