ΜΑΝΟΥ ΣΚΟΥΦΟΓΛΟΥ
ΚΡΙΣΗ, ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Εκδόσεις ΚΨΜ, 2013
Όταν πριν από λίγο καιρό ο
Μάνος Σκούφογλου μου ζήτησε να συμμετέχω στη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου
του και με λίγα λόγια με κατατόπισε για το θέμα του, δέχθηκα ευχαρίστως, με
ενδιαφέρον και περιέργεια.
Δεν είχα διαβάσει το βιβλίο, ασχολούμαι εδώ και πολλά
χρόνια με τα ζητήματα των κρίσεων, οπότε και το ενδιαφέρον μου είναι κατανοητό,
αλλά και η περιέργεια: Τι καινούργιο είχε να προσφέρει ένας νέος επιστήμονας σε
ένα ζήτημα τόσο πολυσυζητημένο, τόσο πολύ-αναλυμένο, αλλά και τόσο συγκρουσιακό.
Διαβάζοντας το βιβλίο, διασκέδασα την περιέργειά μου, αλλά το ενδιαφέρον μου
πολλαπλασιάστηκε.
Γιατί ο Μάνος Σκούφογλου έχει καταφέρει σε ένα μικρό
βιβλίο, μικρότερο από 150 σελίδες, να προσφέρει μιαν ενδιαφέρουσα οπτική στους
μηχανισμούς και τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αποτυπώνοντας
στο χώρο, «χαρτογραφώντας» τις οικονομικές διεργασίες. Και έχει καταφέρει αυτή
η αποτύπωση να μην είναι τεχνική, αλλά ουσιαστική: Καθώς οι «χάρτες» ζωγραφίζονται,
αναδεικνύεται η θεωρία και το εμπειρικό υλικό που υποστηρίζουν τη χαρτογράφηση.
Ο Σκούφογλου σκιαγραφεί στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου του τις
αντιλήψεις των οικονομολόγων, συμβατικών και μαρξιστικής κατεύθυνσης, για την
κρίση. Η παρουσίασή του, έχω την αίσθηση, ότι είναι προσδιορισμένη από
πολιτικές και ιδεολογικές παραμέτρους, εγχείρημα καθ’ όλα νόμιμο κατ’ εμέ, αλλά
με συνέπειες στην πληρότητα και στην αναλυτική εμβάθυνση. Από την άποψη αυτή,
είναι το αδύναμο τμήμα του βιβλίου. Θα μου επιτρέψετε να επανέλθω πιο κάτω.
Ωστόσο, για να μην αδικούμε τον συγγραφέα, το Πρώτο Μέρος
δεν διεκδικεί να συμβάλει στην αναλυτική παρουσίαση της πολύπλευρης διαμάχης,
ούτε στην κριτική αναθεώρησή της. Για να χρησιμοποιήσω τη χαρτογραφική
σημειολογία, σκοπός του Πρώτου Μέρους είναι να χαράξει μια διαδρομή, ένα οδικό
άξονα, ή ένα σκαρίφημα, που θα επέτρεπε την κύρια χαρτογράφηση του Δευτέρου
Μέρους.
Στο Δεύτερο Μέρος ο Σκούφογλου παρουσιάζει τον κύριο κορμό
και τον πλέον ενδιαφέροντα του βιβλίου του. Αναδεικνύει, μέσω των χαρτών που
συνθέτει, επτά όψεις αυτού που ονομάζει «γεωγραφία της κρίσης». Δηλαδή, για τις
κρατικές παρεμβάσεις στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις (προστατευτισμός), τις
κλαδικές αναδιαρθρώσεις και το ρόλο της μεταποίησης, τη συσσώρευση σε παγκόσμια
κλίμακα, τον ιμπεριαλισμό και τους μηχανισμούς της άνισης ανάπτυξης, τις
περιφερειακές ολοκληρώσεις και το ρόλο των υπερεθνικών μηχανισμών, τη σημασία
του κατασκευαστικού τομέα, των κατοικιών και των υποδομών, την ενέργεια και την
οικολογική και διατροφική κρίση και, τέλος, το αστικό πεδίο.
Ομολογώ ότι και μόνο η απαρίθμηση του καταλόγου με
τρομάζει. Κάθε θέμα που αναδεικνύει ο Σκούφογλου στις 60 περίπου σελίδες του
Δεύτερου Μέρους θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα πολύχρονης και κοπιαστικής
διδακτορικής διατριβής. Σε κάθε θέμα «χαρτογράφησης» υποκρύπτονται μακροχρόνιες
θεωρητικές διαμάχες, όπου οι αντίπαλες δυνάμεις δεν είναι πάντα σαφώς
οριοθετημένες, υπάρχει ένα πλούσιο εμπειρικό υλικό και μια πληθώρα
εξειδικευμένων εμπειρικών μελετών, υπάρχει, ακόμα περισσότερο, μια ιστορική
διαδρομή, αντιφατική χωρίς αμφιβολία, αλλά πλούσια σε ποικιλία εφαρμοσμένων
πολιτικών, κοινωνικών συγκρούσεων, οργάνωσης θεσμών και κρατών, αποτελεσμάτων.
Αναπόφευκτα, ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να επιλέξει, αν θέλει να
συνοψίσει, και οι επιλογές του κρίνονται, θετικά ή αρνητικά, ως προς το
σκοπούμενο αποτέλεσμα.
Ο Σκούφογλου νομίζω δίνει μιαν ερμηνεία για το άνοιγμα των
αναζητήσεών του: Αναφέρεται στη «γνωσιολογική χαρτογράφηση»,
«ένα εμπρόθετο εγχείρημα, που αντλεί τη νομιμοποίησή
του όχι απλώς από μια αντανάκλαση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά από μια
«ολοποιητική στρατηγική» απέναντι σ’ αυτή» (σ. 22-3).
Παραδόξως,
αλλά ευλόγως, ταυτόχρονα, η μεθοδολογική αυτή κατεύθυνση επαναφέρει ένα κρίσιμο
ερώτημα που σχετίζεται ευθέως με τις προσεγγίσεις της κρίσης. Υπονοώ το αίτημα
της διεπιστημονικής προσέγγισης, δηλαδή της υπέρβασης των τυπικών οριοθετήσεων
που διαπερνούν το σώμα των κοινωνικών επιστημών. Και αυτό για δύο λόγους:
Πρώτον,
γιατί η κρίση είναι ένα κοινωνικό γεγονός με μηχανισμούς, παράγοντες και
αποτελέσματα που υπερβαίνουν τους γνωστούς διαχωρισμούς των κοινωνικών
επιστημών. Μόλις προχθές ανακοινώθηκε ότι στην Ελλάδα το 2013 ο αριθμός των
θανάτων ήταν μεγαλύτερος του αριθμού των γεννήσεων, για πρώτη φορά μετά το
1941. Αν και το γεγονός μπορεί να φέρει στη μνήμη τη διάκριση του Adam Smith για τις προοδεύουσες, στάσιμες και οπισθοχωρούσες κοινωνίες ανάλογα με
τη μεταβολή του πληθυσμού, θα ήθελα να το επικαλεστώ μόνο για να δείξω το
αυτονόητο: Η κρίση έχει συνέπειες στο σύνολο των κοινωνικών και καθημερινών
δραστηριοτήτων: από τον αριθμό των γεννήσεων, τη μετανάστευση, τη συνοχή των
οικογενειών και των κοινωνικών δομών, ως την προνομιακή ενίσχυση κλάδων και
επιχειρήσεων, τον τρόπο κατανόησης της πραγματικότητας, τη διαμόρφωση οργανικών
ιδεολογιών και στάσεων, ως τον θάνατο.
Δεύτερον,
η πραγματικότητα, αυτό που όντως γίνεται, είναι πάντοτε αποτέλεσμα πολλαπλών
προσδιορισμών. Η κίνηση από το αφηρημένο – θεωρητικό υπόδειγμα προς το
συγκεκριμένο εντέλλεται την επίδραση παραγόντων, μηχανισμών και διαδικασιών, οι
οποίοι μεσολαβούν, ενισχύουν, μετατοπίζουν, ακυρώνουν ή και διαστρέφουν το
μηχανισμό του θεωρητικού υποδείγματος.
Τι
σημαίνει αυτό; Η ανάλυση της κρίσης επιτάσσει μια πολύπλευρη διεπιστημονική
προσέγγιση, με την προϋπόθεση ότι η διεπιστημονικότητα είναι γνήσια, χειρίζεται
θεωρίες, μεθόδους και πορίσματα του συνολικού corpus των κοινωνικών επιστημών και δεν περιορίζεται στην επιλεκτική παράθεση
βολικών απόψεων. Η διεπιστημονικότητα απαιτεί αυστηρότητα, επιστημονική
αυστηρότητα, πολλαπλάσια εκείνης που απαιτεί κάθε μεμονωμένη πειθαρχία.
Με τα επιχειρήματα αυτά αιτιολογώ το εγχείρημα του
Σκούφογλου, ο οποίος καταπιάνεται με θέματα της κρίσης, αν και προερχόμενος από
τις λεγόμενες θετικές επιστήμες.
Σε τι συμφωνώ, σε τι διαφωνώ και τι δε μου άρεσε στο
βιβλίο. Πρώτον, συμφωνώ με μια σειρά θέσεων του Σκούφογλου στο Πρώτο και στο
Δεύτερο Μέρος του βιβλίου. Όπως στην απόρριψη των απόψεων του Λαπαβίτσα για την
εκμεταλλευτική θέση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, συμφωνώ ότι πρέπει να
διακρίνουμε μεταξύ σχέσεων εκμετάλλευσης και σχέσεων αναδιανομής της υπεραξίας.
Συμφωνώ με τον τρόπο που εξετάζει τη διαδικασία αποβιομηχάνισης και τα
συμπεράσματά του. Συμφωνώ και σε πολλά άλλα μερικότερα ή γενικά ζητήματα που
εξετάζει ή αναφέρεται εν συντομία.
Διαφωνώ με την απόλυτη απουσία από την ανάλυση των
εξελίξεων στην αγορά εργασίας και της διαχείρισης της εργατικής δύναμης, τα νέα
φαινόμενα έμφασης στην παραγωγή απόλυτης υπεραξίας, τις λεγόμενες «ευελιξίες»
στην παραγωγή και στην αγορά εργασίας, τον επανακαθορισμό των σχέσεων εξουσίας
στο χώρο της παραγωγής και στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Δυστυχώς, ο
Σκούφογλου ακολουθεί μια παράδοση κυρίαρχη στη μαρξιστική σύγχρονη συζήτηση,
όπου οι συνθήκες της ταξικής σύγκρουσης προκύπτουν νομοτελειακά ή εκ των
υστέρων ως από μηχανής θεός. Θεωρώ αυτού του είδους τις προσεγγίσεις
μηχανιστικές και αδιέξοδες, καθώς το κεφάλαιο καταλαμβάνει την αποκλειστική
θέση στην ανάλυση, αγνοώντας ότι το «κεφάλαιο» είναι κοινωνική σχέση, όχι
μέγεθος, ούτε υποκείμενο. Αλλά προφανώς δεν έχω την απαίτηση να παρουσιάσει ο
συγγραφέας μια ριζικά διαφορετική οπτική από την κυρίαρχη στο χώρο. Όμως, η
έλλειψη της «χαρτογράφησης» της εργασίας είναι ένα μεγάλο κενό στις πολλές
χαρτογραφήσεις που επιχειρεί.
Αν είχε προσπαθήσει μια τέτοια χαρτογράφηση, θα διαπίστωνε
ότι σταδιακά ο λεγόμενος «Τρίτος Κόσμος», ενυπάρχει στον κόσμο των «αναπτυγμένων»,
και αυτό όχι εξ αιτίας της μαζικής μετανάστευσης. Αναφέρομαι στην ταχύτατη
αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και της διευρυμένης φτώχειας σε Ευρώπη και
ΗΠΑ.
Επισημαίνω μια σημαντική έλλειψη επίσης: Η διαδικασία
εμπορευματοποίησης – από-εμπορευματοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών και της
οικιακής εργασίας δεν έχει μόνο άμεσες συνέπειες για την αναπαραγωγή της
εργατικής δύναμης: Εντάσσει έναν τεράστιο χώρο κοινωνικής παραγωγής στο
μηχανισμό παραγωγής της υπεραξίας, στο πεδίο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Δε μου άρεσε, τέλος, η μεγάλη εξάρτηση του συγγραφέα από
δευτερογενείς βιβλιογραφικές αναφορές. Τα σύγχρονα πρωτότυπα δεν είναι
δυσεύρετα, και η κατανόηση της επιχειρηματολογίας, πιστεύω, ότι είναι
περισσότερο γόνιμη από την αναπαραγωγή συμπερασμάτων από δεύτερο χέρι.
Αυτό θα προφύλασσε τον συγγραφέα από δύο κινδύνους: Από τον
κίνδυνο της μεροληπτικής ανάγνωσης, στην οποία έχουν υποβληθεί ήδη τα πρωτότυπα
κείμενα στις δευτερογενείς βιβλιογραφικές πηγές και από μια τάση σχηματοποίησης
και υπερ-απλούστευσης που διακρίνω στην ανάπτυξη των θεμάτων του.
Ελπίζω ότι δεν ακυρώνω με αυτά τη συνολική θετική άποψη που
έχω για το βιβλίο. Το τι θα ήθελα εγώ να διαβάσω, δε δεσμεύει, βεβαίως, τον
συγγραφέα. Το αντίθετο. Άλλωστε, μοναδικός κριτής του βιβλίου δεν είναι παρά οι
αναγνώστες του.