Η οικονομική κρίση αποτελεί αποτέλεσμα παραγόντων και διαδικασιών που είναι εγγενείς στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, από την εποχή των περίφημων «πετροδολαρίων», υποστηρίζει ο Απόστολος Δεδουσόπουλος, καθηγητής Οικονομικών Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, υποδεικνύοντας ότι η δημοσιονομική συρρίκνωση δεν θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης. Η συνεχής διόγκωση της ανεργίας, υποστηρίζει ο καθηγητής, δεν αντιμετωπίζεται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, με το νεοκλασικό οπλοστάσιο, δηλαδή με το δόγμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
Συνέντευξη: Αντωνία Λαμπράκη
Αποτελεί βασική αρχή ότι η επίλυση ενός προβλήματος προϋποθέτει τη διάγνωση των αιτίων πρόκλησής του. Στην περίπτωση της κρίσης, που ταλανίζει τόσες χώρες, έγινε η διάγνωση και ποια τα αίτια, κατά την άποψή σας;
Η ερώτησή σας είναι εξαιρετικά καίρια. Πιστεύω ότι η διάγνωση των αιτίων που προκάλεσαν την κρίση στις χώρες της νότιας Ευρώπης κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, δεν έγινε. Αντιθέτως, τα αίτια της κρίσης καλύφθηκαν πίσω από τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκε η κρίση, δηλαδή πίσω από τα φαινόμενά της. Και εννοώ τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τη δημοσιονομική κρίση, την κρίση χρέους, την κρίση ανταγωνιστικότητας κ.λπ. Το όλο εγχείρημα της οικονομικής επιστήμης είναι να διαγνώσει, πίσω από τις εκφάνσεις, τα αίτια και τους μηχανισμούς της κρίσης. Δυστυχώς, στην περίπτωσή μας, η κρίση ταυτίστηκε με τα φαινόμενά της, μερικοποιήθηκε και κατά συνέπεια, η κακή διάγνωση οδηγεί σε λάθος θεραπεία. Για να χρησιμοποιήσω μια παραβολή, μια και πολλοί πολιτικοί και οικονομολόγοι αρέσκονται να φορούν την ιατρική ρόμπα, η ασθένεια ταυτίστηκε με τα συμπτώματα, αλλά η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων έχει επιδεινώσει αυτή την ίδια την ασθένεια. Θεωρώ ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα παραγόντων και διαδικασιών που είναι εγγενείς στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ήδη από την εποχή των περίφημων «πετροδολαρίων» και την απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από τη συμφωνία του Bretton Woods στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτό επέτρεψε σταδιακά, αλλά σταθερά, την απόλυτη ηγεμονία των χρηματαγορών, αλλά και την αδιαφορία για τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα της κίνησης του χρηματικού κεφαλαίου επί της παραγωγικής δομής των χωρών. Αυτό, νομίζω, είναι το γενικό πλαίσιο, το οποίο στις χώρες του ευρώ εξειδικεύεται από τους εξής τρεις αλληλεξαρτώμενους παράγοντες:
- την ίδια τη λειτουργία του κοινού νομίσματος σε έναν οικονομικό χώρο με υποανάπτυκτους αντισταθμιστικούς οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και διαδικασίες
- τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
- την ηγεμονία της Γερμανίας. Τα ελλείμματα των χωρών του Νότου έχουν προκαλέσει το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, αποτέλεσμα αναπόφευκτο και πλήρως προβλέψιμο.
Ταυτοχρόνως, στις επιμέρους χώρες ενεργοποιήθηκαν αδυναμίες και δυσλειτουργίες που έμεναν αθέατες μέχρι το 2008 (στην Ελλάδα είναι η αποβιομηχάνιση, η κακοδιαχείριση κ.λπ.).
Επομένως, η κρίση κλιμακώνεται στην Ευρώπη, δείχνοντας ταυτοχρόνως, την απόσταση που χωρίζει τις διακηρύξεις από την πολιτική και την οικονομική πράξη.
Η ανεργία καλπάζει και δεδομένων των δημοσιονομικών στόχων που η Τρόικα θέτει, ποιες πολιτικές πρέπει να υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις για αντιμετώπισή της;
Από την κρίση του 1929 γνωρίζουμε ότι η ανεργία με τόσο υψηλά ποσοστά και εμμένουσα στον χρόνο δεν αντιμετωπίζεται με το νεοκλασικό οπλοστάσιο, δηλαδή με το δόγμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Όλες οι χώρες -οι ελάχιστες- που αντιμετώπισαν σε κάποιο βαθμό την κρίση του 1929, ήταν αυτές που το κράτος εφάρμοσε μαζικά προγράμματα μεγάλης κλίμακας κατά της ανεργίας. Αναφέρομαι στις ΗΠΑ επί Ρούζβελτ, με το συγκρατημένο πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας και κοινωνικών παροχών και με τα επίσης περιορισμένα αποτελέσματα, στη χιτλερική Γερμανία με το πρόγραμμα εξοπλισμών και υποδομών και στη Σουηδία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με το μεγαλόπνοο πρόγραμμα κοινωνικών παροχών και περιορισμού των ανισοτήτων.
Αυτό που λέω είναι πως ούτε θεωρητικά αλλά ούτε ιστορικά έχει βάση η επικρατούσα αντίληψη σύμφωνα με την οποία η δημοσιονομική συρρίκνωση θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναζητήσουν άλλους τρόπους αναχαίτισης της ανεργίας, όπως με την πολιτική του κράτους ως εργοδότη της τελευταίας ευκαιρίας, που διευκρινίζω ότι δεν μπορεί να αποτελέσει μια γενικευμένη πολιτική, αλλά θα απευθύνεται κυρίως στις πιο ευάλωτες και περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες.
Πώς επιμετράτε τις επιπτώσεις μακροπρόθεσμα;
Το κόστος της ανεργίας, δυστυχώς, δεν υπολογίζεται, ούτε καν στην προφανή μακροοικονομική του διάσταση: Την απώλεια παραγωγής και κοινωνικής ευημερίας. Υπάρχει το κόστος για τον άνεργο και την οικογένειά του, που δεν είναι μόνο η απώλεια του εισοδήματος. Είναι το ψυχολογικό της ατομικής απαξίωσης, της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων, της οικογενειακής βίας, της κοινωνικής απομόνωσης κ.λπ.
Οι κοινωνίες μας ενοχοποιούν τα θύματα και τα θύματα μπορεί να αντιδράσουν πολύ επιθετικά απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Τα φαινόμενα ανόδου του ναζισμού στην Ελλάδα δεν είναι άσχετα με την ανεργία και τη φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού. Αυτή η σύνδεση δεν αποτελεί άλλοθι για τον ναζισμό, αποτελεί προϋπόθεση για την αντιμετώπισή του.
Στην Ελλάδα, στην Κύπρο και άλλες μνημονιακές χώρες το εργατικό κόστος στοχοποιείται προς όφελος της ανταγωνιστικότητας, όπως υποστηρίζεται. Είναι αυτή η ορθή οδός ανάκαμψης της οικονομίας;
Πρόκειται για μια τελείως εσφαλμένη πολιτική. Θα αναφερθώ στα της Ελλάδας που γνωρίζω από πρώτο χέρι. Το μέσο κόστος εργασίας στη βιομηχανία ήταν το 14% του συνολικού κόστους το 2007. Με δεδομένη μια μείωση των μισθών κατά 30%, η επίπτωση στο κόστος παραγωγής δεν υπερβαίνει το 5%, άνευ ουσιαστικής σημασίας. Αλλά ο μισθός δεν είναι μόνο στοιχείο του κόστους. Είναι και εισόδημα και άρα κατανάλωση. Δίνουμε, υποτίθεται, κάτι στην επιχείρηση και το στερούμε ταυτόχρονα από τα έσοδά της. Είναι φαύλος κύκλος, που οδηγεί στη συρρίκνωση της παραγωγής και στην ανθρώπινη δυστυχία. Τα λοιπά στοιχεία του κόστους, όπως το κόστος του κεφαλαίου, της ενέργειας, οι τιμές πρώτων υλών, έχουν εκτοξευτεί.
Βιώνουμε το απόλυτο
εργοδοτικό δικαίωμα
Είναι προφανές ότι η κρίση πισωγυρίζει τις εργασιακές σχέσεις, αυτές οι εξελίξεις έχουν χαρακτήρα προσωρινό ή είναι στόχος της Τρόικας η επιβολή εργατικού Μεσαίωνα;
Σε ένα πρόσφατο διεθνές συνέδριο στη Λυών (2011) η πλειονότητα των συνέδρων έθετε το ερώτημα αν υπάρχει στην Ευρώπη Εργατικό Δίκαιο. Το εργατικό Δίκαιο, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι λοιπές θεσμικές πρόνοιες κατακτήθηκαν για να περιοριστεί το εργοδοτικό δικαίωμα, για να περιοριστεί από το επίπεδο της απόλυτης εξουσίας. Η νεοφιλελεύθερη «ευελιξία» της αγοράς εργασίας επαναφέρει το απόλυτο εργοδοτικό δικαίωμα. Και συμπαρασύρει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των εργαζομένων. Δεν ξέρω αν πρόκειται για Μεσαίωνα, αλλά σίγουρα δεν είναι εργασιακός πολιτισμός.
Η Ελλάδα γονατίζει υπό τα μέτρα λιτότητας όπως και άλλες μνημονιακές χώρες, πλην όμως, η ανάκαμψη της οικονομίας δεν φαίνεται.
Η εμπειρία της Ελλάδας εμφανίζεται συχνά σαν ένα πείραμα, αλλά είναι πλήρως αποτυχημένο πείραμα. Οι στόχοι των διαδοχικών Μνημονίων δεν επιτυγχάνονται, η ύφεση συνεχίζεται με ραγδαίους ρυθμούς, η απασχόληση και η παραγωγική δομή αποδιαρθρώνονται. Η ελληνική Κυβέρνηση περιμένει τη σωτηρία από τον τουρισμό και τις αποκρατικοποιήσεις, ενώ διαλύεται ο εγχώριος παραγωγικός ιστός και οι επενδύσεις μειώνονται.
H λιτότητα δεν συμβιβάζεται με την ανάπτυξη, αυτό είναι ιστορικό δεδομένο. Η κρίση είναι αποτέλεσμα μιας απορρυθμισμένης και ανεξέλεγκτης αγοράς και εν προκειμένω η κρατική παρέμβαση και η ενίσχυση του δημόσιου και κοινωνικού μη κερδοσκοπικού τομέα είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάσχεση της ανεργίας.