Το Κείμενο αυτό είναι παλιό. Παρουσιάστηκε σε μια ημερίδα το 1996 και δημοσιεύτηκε ένα χρόνο μετά στο Μορφές Κοινωνικού Αποκλεισμού και Μηχανισμοί Παραγωγής του
Το έφερε στη μνήμη μου μια φωτογραφία παρμένη από το αλμπουμ της Βάνας Φωτοπούλου. Την ευχαριστώ και για το δάνειο και για την αναβίωση της μνήμης
Το έφερε στη μνήμη μου μια φωτογραφία παρμένη από το αλμπουμ της Βάνας Φωτοπούλου. Την ευχαριστώ και για το δάνειο και για την αναβίωση της μνήμης
Θα ήθελα να ξεκινήσω την εισήγησή μου προτείνοντας ορισμένες θέσεις διατυπωμένες με αξιωματικό τρόπο. Ο λόγος που διατυπώνω αξιωματικά - δηλαδή, αποφεύγοντας να υπεισέλθω σε μια αναλυτική επιχειρηματολογία για τη θεμελίωσή τους - τις θέσεις αυτές αφορά την οικονομία του κειμένου, αλλά, ταυτοχρόνως, έχω την αίσθηση ότι, σε κάποιο βαθμό, ανακεφαλαιώνουν πορίσματα ή υποθέσεις εργασίας των περισσότερων εισηγήσεων που έχουν παρουσιασθεί στην ημερίδα μέχρι στιγμής.
Θέση Πρώτη: Ζούμε σε κοινωνίες που υπόκεινται σε πλήθος διαιρέσεων και κατακερματισμών, απαραίτητος όρος ύπαρξης, όμως, των οποίων (κοινωνιών) είναι η ομογενοποίηση, μια ομογενοποίηση που εγκαλεί τα υποκείμενα ως μονάδες - άτομα-ιδιώτες - και ταυτοχρόνως ως μέρη του κοινωνικού συνόλου με την επίκλιση, συνήθως, ιδεολογικών ενοποιητικών στοιχείων που καλούνται να ενοποιήσουν το κατατμημένο και να ομογενοποιήσουν το ετερογενές.
Θέση Δεύτερη: Η αδυναμία ατόμων ή ομάδων να αποδεχθούν την ισχύ αυτών των ενοποιητικών στοιχείων ή των διαδικασιών ομογενοποίησης αντιμετωπίζεται ως παράβαση, γεγονός που δημιουργεί τις προϋποθέσεις αποκλεισμού των ατόμων και των ομάδων από την κοινωνική ζωή ή από εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.
Θέση Τρίτη: Η ίδια η διαδικασία ομογενοποίησης απαιτεί την ύπαρξη και την αναπαραγωγή των παραβατικών ατόμων ή ομάδων, όχι ως απλή προϋπόθεσή της - η ετερότητα ως πρώτη ύλη της ομογενοποίησης -, αλλά ως κατάσταση-ιδιότητα που παράγεται αντιθετικά και αντιφατικά προς την κατάσταση-ιδότητα του ομοίου.
Θέση Τέταρτη: Η δυνατότητα αναπαραγωγής της παράβασης και, συνεπώς, του αποκλεισμού επιτάσει το παραβατικό άτομο ή η παραβατική ομάδα να πεισθεί για την παραβατικότητά του, δηλαδή για την ιδιομορφία του, την αδυναμία του προσαρμογής και την ατομική του ευθύνη για την έλλειψη προσαρμογής.
Τέλος, ως πέμπτη θέση, μερικότερης εμβέλειας, θα σημείωνα ότι στο δυτικό πολιτισμό η φτώχεια θεωρήθηκε ως μορφή παραβατικότητας, αποτέλεσμα κυρίως της θεμελίωσής του στον ατομοκεντρισμό (individualism).
Με τις θέσεις αυτές διατυπωμένες, θα προσπαθήσω να δείξω τη σχέση μεταξύ κοινωνικού αποκλεισμού και ανεργίας στις σύγχρονες κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης.
Ο όρος “κοινωνικός αποκλεισμός” καθιερώθηκε προσφάτως σαν ένας ακόμη νεολογισμός της γραφειοκρατίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να περιγράψει ένα νέο σύνολο παρεμβάσεων στον κοινωνικό τομέα. Σε γενικές γραμμές, ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που κατέχουν οριακές και επισφαλείς θέσεις στην αγορά εργασίας ή των οποίων η θέση στο κοινωνικό σύνολο διακυβεύεται, καθώς ωθούνται στα όρια ή και πέραν των ορίων του κοινωνικού συνόλου, ή, ορθότερα, της οργανωμένης κοινωνίας.
Κατά κάποιο τρόπο, το φαινόμενο δεν είναι σημερινό. Αν αναδεικνύεται σήμερα, όμως, ως σημαντικό πρόβλημα είναι αποτέλεσμα τριών παραγόντων, οι οποίοι αλλληλεπιδρούν και αλληλοενισχύονται: Πρώτον, του μεγέθους και της θέσης που κατείχαν οι ομάδες αυτές στη πρόσφατη κοινωνική οργάνωση. Δεύτερον, των διαδικασιών που παράγουν ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό αποκλεισμό, διαδικασίες που εμφανίζουν διαφορετικό χαρακτήρα από τις αντίστοιχες του άμεσου παρελθόντος. Τρίτον, και σε συνδυασμό με τον πρώτο παράγοντα, του γεγονότος ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός ακυρώνει εμπράκτως το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων επί των οποίων οικοδομήθηκε το ιδεολογικο-πολιτικό καθεστώς της αστικής δημοκρατίας στη Δύση σ’ ολόκληρο τον 20ο αιώνα.
Για να αναφερθώ λίγο διεξοδικότερα στους τρεις αυτούς παράγοντες, πρέπει να επισημάνω ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει παύσει να αποτελεί το τραγικό προνόμιο εκδήλως μειονεκτουσών και μειοψηφικών ομάδων. Σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού κινδυνεύουν να περιπέσουν και περιπίπτουν συνεχώς ευρέα κοινωνικά στρώματα, τα οποία άνθιζαν σε προηγούμενες δεκαετίες και των οποίων η κοινωνική θέση εθεωρείτο αδιασάλευτη. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού σήμερα δεν είναι πρόβλημα μόνο των ναρκωμανών, των αλκοολικών, των φτωχών της τρίτης ηλικίας, των μεταναστών και προσφύγων, των φυλακισμένων ή των ατόμων με ψυχολογικές διαταραχές. Η περιγραφική αυτή καταγραφή, αν ήταν ποτέ ισχυρή - πράγμα για το οποίο διατηρώ επιφυλάξεις -, σήμερα είναι εξαιρετικώς ανεπαρκής τόσο για να περιγράψει δια της απαρίθμησης τις ομάδες των “κοινωνικά αποβλήτων”, όσο και για να μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε τις διαδικασίες κοινωνικής παραγωγής των πολυδιάστατων φαινομένων του κοινωνικού αποκλεισμού. Ουσιαστικώς ανεπαρκής, αναδεικνύεται και σε πολιτικώς επικίνδυνη, καθώς τείνει να αγνοήσει κρίσιμα κοινωνικά φαινόμενα και διεργασίες, αναπαράγοντας στην πολιτική και στη θεωρητική σκέψη την εμπορία του ανθρώπινου πόνου που έχει κυριεύσει τα ΜΜΕ.
Οι σημερινοί νέοι κοινωνικά απόβλητοι, σε μεγάλο και αυξανόμενο ποσοστό, ανήκουν σε μια ορισμένη ομάδα της ημι-ειδικευμένης ή και ειδικευμένης εργατικής τάξης, με μόνιμη εργασιακή ένταξη στη μεγάλη βιομηχανία και στις υπηρεσίες. Ατομα σχετικά μεσαίων ηλικιών, άνω των 45, κάτοικοι βιομηχανικών περιοχών σε κρίση, με εργασιακές εμπειρίες που αναφέρονται στην ιεραρχημένη οργάνωση της εργασίας στο εργοστάσιο, στην επαναληπτικότητα των κινήσεων, στην έλλειψη πρωτοβουλίας στον εργασιακό χώρο, στη μονιμότητα της απασχόλησης. Ατομα που η κρίση των βιομηχανικών κλάδων και των επιχειρήσεων, η εισαγωγή νέων τεχνικών και τεχνολογιών, η αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης και ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός, οι αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση των επιχειρήσεων τα κατέστησαν περιττά, δηλαδή άχρηστα.
Μιλάμε για τα εκατομμύρια των ευρωπαίων ανέργων, στη Δύση και την Ανατολή, για τη διογκούμενη στρατιά των ανέργων μακράς διάρκειας, για το αυξανόμενο πλήθος των ανέργων “πολύ μακράς διάρκειας” για να χρησιμοποιήσω έναν ακόμη νεολογισμό της ευρωπαϊκής γραφειοκρατείας. Ατομα που στο σώμα, στη σκέψη, στις συνήθειες, στο ήθος, στις κινήσεις χαράχτηκαν, χρόνο με το χρόνο, οι επιταγές της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, της εξειδίκευσης των εργασιακών γνώσεων και καθηκόντων, για να τους ζητηθεί σήμερα η ρευστοποίηση αυτών ακριβώς των εργασιακών ποιοτήτων που με κόπο, σωματικό κάματο και πνευματική απονέκρωση, απόκτησαν μέσα στο γραφείο, το εργοστάσιο ή στο ορυχείο. Οπως γράφουν οι Χορκχάϊμερ και Αντόρνο “αυτός που δεν προσαρμόζεται γίνεται οικονομικά αδύναμος και, κατά συνέπεια, πνευματικά αδύναμος, περιθωριακός. Ο περιθωριακός αποκλείεται από τη βιομηχανία και πείθεται για την ανεπάρκειά του”[1].
Αν επαναφέρω στη μνήμη το κείμενο δύο κορυφαίων διανοητών του αιώνα μας, γραμμένο σε δύσκολους καιρούς, όταν ο φασισμός άκμαζε, δεν το κάνω εξ αιτίας της ρητής αναφοράς στη διαδικασία κοινωνικής αποβολής, ούτε για να υπογραμμίσω τις αναλογίες της εποχής μας με τους καιρούς εκείνους - που, δυστυχώς, είναι πολλές - όσο για να τονίσω το τελευταίο τμήμα του αποσπάσματος: “Ο περιθωριακός ... πείθεται για την ανεπάρκειά του”.
Αυτό που επισημαίνεται, δηλαδή, είναι η διαδικασία νομιμοποίησης του κοινωνικού αποκλεισμού, διαδικασία νομιμοποίησης που κινείται παραλλήλως προς την διαδικασία πραγματικού αποκλεισμού από τον χώρο της εργασίας. Διαδικασία νομιμοποίησης που δεν αρκείται στη διαμόρφωση της άρχουσας ιδεοληπτικής εικόνας της πραγματικότητας ή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και του κοινού νου, αλλά προχωρά στην εγχάραξη αυτών των αντιλήψεων στον τρόπο που τα ίδια τα θύματα αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την πραγματικότητά τους.
Η διαδικασία ενοχοποίησης των θυμάτων των σύγχρονων οικονομικών αναδιατάξεων αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της ίδιας της διαδικασίας κοινωνικού αποκλεισμού, εφ’ όσον στερεί από τα άτομα που υφίστανται τον οικονομικό αποκλεισμό διά της ανεργίας των βασικών προϋποθέσεων συλλογικής οργάνωσης και διατύπωσης των αιτημάτων με τη μορφή της διεκδίκησης των δικαιωμάτων. Αν το κοινωνικό σύνολο θεωρεί, πολύ δε περισσότερο αν το πιστεύει ο ίδιος, ότι για την ανεργία ευθύνεται ο ίδιος ο άνεργος, η διεκδίκηση των βασικών εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων του είναι παραχρήμα υπονομευμένη, ενώ, ταυτοχρόνως, ο ίδιος βαρύνεται με τον κοινωνικό στιγματισμό.
Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω πιο κάτω. Θα ήθελα, όμως, να σταθούμε τώρα στην εξέταση των συνθηκών που καθιστούν την απώλεια της εργασίας και την ανεργία προθάλαμο του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η μισθωτή εργασία και η εμφάνιση του εργοστασίου επέφεραν στη ζωή των οικονομικών υποκειμένων έναν χωρο-χρονικό διαχωρισμό που ορίζεται από τον διαχωρισμό του οίκου από τον χώρο εργασίας αφ’ ενός και από το διαχωρισμό του χρόνου σε χρόνο εργασίας και σε χρόνο “ελεύθερο” αφ’ ετέρου. Η χωρο-χρονική ασυνέχεια της μισθωτής εργασίας αντικαθιστά, έτσι, τον συνεχή χώρο και χρόνο των προηγούμενων μορφών κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας ή, ορθότερα, τις πολλαπλές και διαδοχικές ασυνέχειες που προσδιορίζονταν από τη διαδοχική εναλλαγή των καθηκόντων.
Η ανεργία φαίνεται να αίρει ακριβώς αυτόν τον χωρο-χρονικό διαχωρισμό που συνεπάγεται η μισθωτή σχέση εργασίας. Με την ανεργία, δηλαδή, την απουσία της εργασίας, αποκαθίσταται ένα συνεχές στη ζωή του άνεργου, μόνο που το συνεχές αυτό βιώνεται ως δυσβάστακτο κενό. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η εργασία, πέρα από την ουσιαστική συμβολή της στη δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων επιβίωσης και αναπαραγωγής, διαθέτει μια θετικότητα, αποτελεί μια αξία αφ’εαυτής, είναι μια αυταξία, αποκτά μια αξία ηθική και ανεξάρτητη από το συγκεκριμένο οικονομικό της περιεχόμενο. Για το λόγο αυτό, μόνο με την ιστορική εγκαθίδρυση του συστήματος της μισθωτής εργασίας επιβάλλονται οι πολύπλευροι διαχωρισμοί που διακρίνουν τον εργαζόμενο από τον μη εργαζόμενο, διαχωρισμοί οι οποίοι αντανακλώνται στις στατιστικές κατηγορίες της αγοράς εργασίας.
Παρά την ισχυρή και πολύπλευρη ιδεολογική παρέμβαση του μεταμοντερνισμού, ώστε να απαξιωθεί διπλά η εργασία, να θεωρηθεί ως οικονομική κατηγορία του παρελθόντος που καθίσταται μουσειακό είδος κάτω από τις επιταγές της σύγχρονης τεχνολογίας και, ταυτοχρόνως, να αναγορευθεί εκ νέου σε δεινό, αναγκαίο κακό, πλην κακό, με την ανάδειξη των ιδεολογιών του ελεύθερου χρόνου, η εργασία στη γενική της μορφή και ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου περιεχομένου της διατήρησε τη θετικότητά της. Διατήρησε πολύ δε περισσότερο τη διπλή της θετικότητα, τη θετικότητα της εργασίας εν γένει και τη θετικότητα της συγκεκριμένης εργασίας, στις οριακές εκείνες περιπτώσεις που ο κίνδυνος της ανεργίας έγινε απτός και επικείμενος. Στις αμυντικές στρατηγικές των εργαζομένων και των συνδικάτων απέναντι στις αναδιαρθρώσεις της παραγωγής διακρίνουμε ακριβώς αυτή την εμμονή της διπλής θετικότητας της εργασίας ως αυταξίας.
Αν παρατηρήσουμε τις αντιδράσεις των εργαζομένων απέναντι στον κίνδυνο της ανεργίας, εδώ και σε άλλες χώρες, θα διαπιστώσουμε ότι η εναγώνια προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας που τους χαρακτηρίζει όσο διαρκεί η σχέση μισθωτής απασχόλησης αντικαθίσταται από την απογοήτευση, το αίσθημα της ήττας, την αποστράτευση σε σύντομο χρονικό διάστημα μόλις βρεθούν άνεργοι. Προφανώς πρόκειται για μια ήττα, μια συλλογική ήττα, η οποία όμως βιώνεται ως προσωπική αποτυχία από κάθ' έναν άνεργο. Η αποκατάσταση του χωρο-χρονικού συνεχούς συνεπάγεται την εξατομίκευση, έκαστος αισθάνεται μόνος του, αποκομμένος από την εργασία, αποδιωγμένος από τον εργοδότη, απομονωμένος από τους γνωστούς και συναδέλφους, ντρέπεται τους συγγενείς, τους οικείους, τον ίδιο του τον εαυτό. Αισθάνεται άχρηστος, τις ικανότητές του ανύπαρκτες, απαξιωμένες, αδύναμος να αντιδράσει. Αισθάνεται τόσο περισσότερο μόνος, όσο περισσότερα χρόνια ήδη είχε εργασθεί, όσο περισσότερο οργανωμένο ήταν το εργασιακό του περιβάλλον, όσο περισσότερο ειδικευμένη και εκτιμωμένη ήταν η προηγούμενη εργασιακή του θέση. Οι ψυχικές διαταραχές και ο αλκοολισμός είναι μόλις ένα βήμα πιο πέρα.
Η αστική κοινωνία, η κοινωνία που ζούμε, είναι κοινωνία της ατομικότητας. Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα απόσπασμα του Μαρξ, τα διαμάντια της σκέψης του οποίου βιαστικά απεμπολήσαμε μαζύ με τη σκουριά που επικάθησε από τους επιγόνους: "Μονάχα ... στην αστική κοινωνία αντικρύζει το άτομο τις διάφορες μορφές του κοινωνικού δεσμού σαν απλό μέσο για τους ιδιωτικούς του σκοπούς, σαν εξωτερική αναγκαιότητα" [2]. Η εξωτερική αναγκαιότητα που αναφέρει ο Μάρξ δεν είναι παρά οι σχέσεις ανταλλαγής, στις οποίες είναι υποχρεωμένο να εμπλακεί το άτομο-ιδιώτης της αστικής κοινωνίας. Ακριβώς αυτές οι σχέσεις είναι εκείνες που στερούνται από τον άνεργο, οι σχέσεις ανταλλαγής της εργατικής του δύναμης.
Η αδυναμία του άνεργου να εμπλακεί σε σχέσεις ανταλλαγής της εργατικής του δύναμης, αδυναμία που ισοδυναμεί με ακύρωση της εργατικής του δύναμης, οδηγεί στην κοινωνική αποβολή του ανέργου: Ο άνεργος αποβάλλεται από την κοινωνία ως κάτοχος της εργατικής του δύναμης, ως μέλος του επαγγέλματος και του εργατικού σωματείου, δηλαδή ως γνώστης των εργασιακών τεχνικών και ως εκπροσωπούμενος, ως πολίτης, δηλαδή ως κάτοχος πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία αντικαθίστανται από οιωνεί φιλανθρωπικές παροχές του κράτους πρόνοιας.
Δεν υπάρχει τίποτε σκληρότερο από τη φιλανθρωπία, έλεγε ο Νίτσε. Μιλώντας για τον αποκλεισμό των ανέργων, αλλά και των λοιπών ομάδων που εκδιώκονται από την σημερινή ανταγωνιστική κοινωνία στο όνομα της ανάπτυξης, της συσσώρευσης και της προόδου, ας μη το λησμονούμε.
Για την οδύνη της ανεργίας οι άνεργοι δεν μίλησαν ποτέ για τον εαυτό τους. Αλλοι μίλησαν για κείνους, μερικές φορές - ελάχιστες - στο όνομά τους. Ο κόσμος της ανεργίας είναι ο κόσμος της σιγής, πολύ περισσότερο σήμερα που η κραυγαλέα σιωπή των ανέργων αποσιωπάται και σκεπάζεται από την θορυβώδη αμετροέπεια των ΜΜΕ. Ομως, η σιγή ανιχνεύεται στη μαζική επιστροφή των γυναικών του Λαυρίου στα οικιακά καθήκοντα, στον εγκλεισμό και στην απομόνωση του οίκου, των γυναικών που υπήρξαν εργάτριες στη κλωστοϋφαντουργία για πολλά χρόνια. Ηχεί δυνατότερα στο εναγώνιο ψάξιμο για τη δουλειά από τις άλλες άνεργες της κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Ιωνία, ψάξιμο κατά μήκος της γραμμής του ηλεκτρικού ως τον Πειραιά, γιατί το οικογενειακό μέσο μεταφοράς κατέχεται από τον σύζυγο, μόνο πια προμηθευτή ή άνεργο κι αυτόν με μεγαλύτερη, όμως, γεωγραφική κινητικότητα, εξ αιτίας ακριβώς του τοπικού εγκλωβισμού της συζύγου. Διακρίνεται στην "έλλειψη ευελιξίας και προσαρμοστικότητας" των ανέργων ανδρών στις δύο περιοχές που αδυνατούν να διακρίνουν ευκαιρίες νέας επαγγελματικής σταδιοδρομίας, άλλες από αυτές της τέχνης που μάθανε από νεαρά ηλικία, πολλοί από παιδιά, στις πρώην ανθούσες βιομηχανίες. Στους ανέργους που βίωσαν τους ρυθμούς και τα καθήκοντα της βιομηχανίας με τρόπο ώστε να αδυνατούν να προσαρμοστούν στα ευέλικτα καθήκοντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Στη σιγή εκείνων που θεωρούν τύχη να εξασφαλίσουν τρεις μήνες δουλειά στις κατασκηνώσεις του Λαυρίου ή λίγους περισσότερο μήνες στα δημοτικά έργα[3].
Στη δική τους σιγή απαντά η σιγή του κράτους, της πολιτικής και των πολιτικών. Εσφαλαν επειδή πρόλαβαν να γίνουν βιομηχανικοί εργάτες και δεν πρόλαβαν να πάρουν σύνταξη. Το σφάλμα αυτό πληρώνουν ως παραβάτες των νόμων του ανταγωνισμού, της τεχνολογίας και της προόδου. Οταν η ελληνική οικονομία ανακάμψει ούτε εμείς δεν θα μιλάμε πια γι' αυτούς. Μια εικόνα μόνο θα μείνει, χαραγμένη στο μυαλό μου, μια σκηνή πριν οκτώ χρόνια, Σεπτέμβριο του 1987 στη Μαδρίτη έξω από ένα μουσείο, όπου ένας άνδρας καθόταν στα σκαλιά της εισόδου, λίγο παράμερα. Φορούσε κοτλέ κοστούμι γκρί-μπεζ, πουκάμισο και γραβάτα. Ενα μεγάλο καπέλο, ρεμπούμπλικα που τα λέγαμε παλαιά, εξαιρετικά περιποιημένος. Το δεξί χέρι ανοικτό, περίμενε την ελεημοσύνη των επισκεπτών, ενώ, ταυτόχρονα, το αριστερό έκρυβε το πρόσωπο. Μακάρι να τον δείτε σήμερα σαν εφιάλτη.
[1] Μ. Χορκχάϊμερ - Τ. Αντόρνο, Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, εκδ. Υψηλον. 1986, σελ. 156.
[2] Κ. Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse), Τόμος Α', μετ. Δ. Διβάρης, εκδ. Στοχαστής, 1989, σελ. 54.
[3] Α. Δεδουσόπουλος - Κ. Φωτεινοπούλου, Ερευνες τηε Τοπικής Αγοράς Εργασίας; Νέα Ιωνία και Καλαμάτα, Πάντειο Πανεπιστήμιο και ΠΕΤΑ, 1992, Π. Γετίμης - Α. Δεδουσόπουλος, Αναπτυξιακό Σχέδιο Λαυρίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο και ΟΑΕΔ, 1994.