Δεν νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβουμε ότι το πρόβλημα των μεταναστών έχει γίνει ένα σημαντικό, κρίσιμο, πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία. Και έχει αποκτήσει αυτήν την κρισιμότητα γιατί, και με ευθύνη της αριστεράς, έχει αποτελέσει την αιχμή του δόρατος όλων εκείνων των δυνάμεων που επιχειρούν τον κοινωνικό έλεγχο μέσω των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών. Η επιτυχία του ΛΑΟΣ στις τελευταίες εκλογές και, κυρίως, η υιοθέτηση της ατζέντας ΛΑΟΣ από τη Νέα Δημοκρατία και μερίδα, τουλάχιστον, του ΠΑΣΟΚ, η συμπόρευση στην κατεύθυνση αυτή ορισμένων εφημερίδων του λεγόμενου «δημοκρατικού» χώρου (βλέπε Πρώτο Θέμα) και τηλεοπτικών καναλιών υπογραμμίζουν το βάσιμο των πιο πάνω αιτιάσεων.
Η οργάνωση της επισφάλειας, ή, ορθότερα, η καλλιέργεια της αίσθησης της γενικευμένης ανασφάλειας στους πολίτες, η ρευστοποίηση της καθημερινότητας, η ακύρωση του παρελθόντος και η αβεβαιότητα του μέλλοντος, αποτελεί το μέγιστο ιδεολογικό στοίχημα των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων. Μέσω αυτής εξασφαλίζεται η παθητική συναίνεση, καθώς ακυρώνεται η όποια συλλογικότητα, ακυρώνονται οι κοινωνικές αντιστάσεις, και προωθείται η εξατομίκευση και ο κοινωνικός κατακερματισμός. Δίπλα από τα τσουνάμια, τις πυρκαγιές, τους σεισμούς, τις ποικίλες γρίπες, που κυριαρχούν στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και στα ντοκυμαντέρ, πίσω από τα χρέη, τις πτωχεύσεις και τις απολύσεις, που συνθέτουν την αφανή πραγματικότητα, η μορφή του μετανάστη προβάλλει οικεία απειλητική.
Η τρέχουσα μορφή εκδήλωσης της κρίσης, η συρρίκνωση των εισοδημάτων από την εργασία, αλλά και η συρρίκνωση της μικρής επιχείρησης, η αποδιάρθρωση των στοιχειωδών υπηρεσιών του προνοιακού κράτους, με όσες στρεβλώσεις το χαρακτηρίζουν στην ελληνική περίπτωση, προσθέτουν τον πυροδοτικό μηχανισμό σε μια ήδη συσσωρευμένη εκρηκτική ύλη. Οι συγκρούσεις μεταξύ γηγενών και μεταναστών, αλλά και οι συγκρούσεις μεταξύ ομάδων μεταναστών, δεν είναι μια μακρινή προοπτική, γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας.
Η στάση της Αριστεράς στο ζήτημα αυτό ταυτόχρονα είναι ηθικά άψογη και πολιτικά ανεπαρκής. Ηθικά άψογή γιατί δείχνει τη συναισθηματική ταύτιση με τον αδύναμο και την ανάγκη μιας διαμόρφωσης της πολιτικής που λαμβάνει υπ’ όψη την εγγενή κοινωνική ανισότητα. Πολιτικά ανεπαρκής γιατί η αριστερά δεν έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα, απλώς το ξορκίζει. Και για να έρθει αντιμέτωπη με το πρόβλημα, οφείλει να κατανοήσει ότι τα συναισθήματα και τα λόγια δεν αρκούν. Οφείλει να δει κατά πρόσωπο τον φόβο των συμπολιτών από τη συμβίωση με τον ξένο, το φόβο να κυλήσει στην κοινωνική κατάσταση του γείτονα-μετανάστη, να γίνει «μετανάστης» στον τόπο του. Οι κατευθύνσεις κάποιων λύσεων είναι αναγκαίες, σήμερα και επιτακτικά.
Τι γνωρίζουμε για τη μετανάστευση και την προσφυγιά; Εδώ στην Ελλάδα, χώρα παραγωγής μεταναστών και υποδοχής προσφύγων γνωρίζουμε πολλά. Στείλαμε από την αρχή του αιώνα εκατομμύρια νέων στην Αμερική, στην Αυστραλία και στη Δυτική Ευρώπη, κυνηγημένους από την πείνα και την ανέχεια. Στείλαμε μερικές χιλιάδες ακόμα στην Ανατολική Ευρώπη, κυνηγημένους από τον εμφύλιο και τα αποτελέσματά του. Και υποδεχθήκαμε, εμείς οι γηγενείς, ενάμισι εκατομμύριο διωγμένων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, κυνηγημένους από τη φωτιά και τη βία. Δεχθήκαμε ακόμα τα τελευταία είκοσι χρόνια άλλο ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπων επίσης κυνηγημένων από τον τόπο τους, επίσης από την πείνα, τη βία, τον πόλεμο.
Γνωρίζουμε ότι οι δικοί μας μετανάστες δούλεψαν εκεί που πήγαν, σε άθλιες συνθήκες οι περισσότεροι, πρόκοψαν και βοήθησαν στην ανάπτυξη των χωρών που τους δέχθηκαν. Σχεδόν όλοι, από αγρότες, χωρίς τεχνικές δεξιότητες, έγιναν βιομηχανικοί εργάτες και εργάτες στα ορυχεία, βοηθητικό προσωπικό αλλού, για να γίνουν εστιάτορες και έμποροι, κάποιοι λίγοι από την πρώτη γενιά και πολλοί περισσότεροι από τη δεύτερη. Η τρίτη γενιά των υπερπόντιων μεταναστών διαθέτει πια μια αμυδρή σχέση με τη γενέτειρα.
Γνωρίζουμε ότι, αν και ανοργάνωτα, τα μεγάλα κύματα μεταναστών προς την Ελλάδα από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη ακολούθησαν παρόμοιες τροχιές με τους δικούς μας μετανάστες. Ξέχασαν αυτά που ήξεραν και έμαθαν αυτά που χρειαζόταν για την επιβίωση. Ρευστοποίησαν, δηλαδή, όπως και οι δικοί μας το παρελθόν, τις γνώσεις και δεξιότητες. Δούλεψαν σκληρά, στην οικοδομή και σε αγροτικές εργασίες, ως υπηρετικό προσωπικό και νοσοκόμες, έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και προσωπικών ευτελισμών, όπως και οι δικοί μας, και σιγά-σιγά εντάσσονται όλο και περισσότερο στην ελληνική κοινωνία. Τα παιδιά τους σπουδάζουν στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, μερικοί γίνονται μικροεργολάβοι, άλλοι έχουν ανοίξει μαγαζιά, κάποιες γυναίκες κομμωτήρια.
Γνωρίζουμε ακόμα, πολλοί από μας, κοινωνική ιστορία. Ξέρουμε ότι ο μεγάλος ξεριζωμός των αγροτών στη Δυτική Ευρώπη, λόγω των περιφράξεων ή άλλων γεγονότων, δημιούργησε στις νεοπαγείς πόλεις έναν ανθρώπινο όχλο και όχι μια μάζα πειθαρχημένων εργατών. Αλήτες, επαίτες, δολοφόνοι, λωποδύτες, μέθυσοι, πόρνες, νταβατζήδες, λαθρέμποροι και χαρτοκλέφτες, αλλά και ευκαιριακά μεροκαματιάρηδες, δε χρειάστηκαν ψυχαναλυτή να τους διευκρινίσει πως το καθήκον προς εαυτόν είναι ύψιστο καθήκον. Το εμπέδωσαν πρακτικά και προσπάθησαν να επιβιώσουν με χίλιους τρόπους. Στα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, μεταξύ ηθικής και έλλειψής της, μεταξύ εργατικότητας και κραιπάλης, με τη ζυγαριά να γέρνει μονίμως προς το δεύτερο ζεύγος των αντιτιθέμενων καταστάσεων. Δε χρειάζεται να είμαστε ιστορικοί ή μαρξιστές για να τα ξέρουμε αυτά. Μας τα έχει πει ο Φουκώ, μας τα εξιστόρησαν ο Ντίκενς και ο Ουγκώ, που αναφερόμενος στην Φαντίνα, σ’ ένα έξοχο απόσπασμα, μιλάει για την εκπαίδευσή της στην «οικονομία της ένδειας», στο να ζεις με το τίποτα. Με το τίποτα σα σχήμα λόγου, γιατί η Φαντίνα αναγκάζεται να εκπορνευτεί προκειμένου να ζήσει την κόρη της.
Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι άνθρωποι χωρίς τίποτα, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς στηρίγματα, οικονομικά και συναισθηματικά, θα κάνουν οτιδήποτε για να επιβιώσουν. Και θα κλέψουν, και θα γίνουν βαποράκια, και θα πουλήσουν κλεψίτυπα CD και DVD, και θα πουλήσουν απομιμήσεις «επώνυμων» προϊόντων σε ανώνυμους καταναλωτές που αποκτούν (έτσι νομίζουν, φαίνεται) την ταυτότητά τους από την επωνυμία της τσάντας και του ρούχου, και θα εκπορνευθούν. Και θα ζήσουν σε τρώγλες, στάβλους και αποθήκες, σε υπόγεια διαμερίσματα, σε υπαίθρια καταλύματα, χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, χωρίς τουαλέτα, χωρίς νερό, χωρίς θέρμανση και φως, και θα υποστούν τον εξευτελισμό, τη δίωξη και τη βία. Η οικονομία της ένδειας που συναντάται με τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό: Η φρίκη της Φαντίνας δεν είναι η ζωή που έχει αναγκαστεί να κάνει, είναι ο Ιαβέρης: απέναντί του είναι απολύτως ανίσχυρη.
Να οι συναισθηματισμοί της αριστεράς. Συναισθηματισμοί εδραιωμένοι γερά στο ανθρωπιστικό της DNA. Φθάνουν, όμως, να αποτρέψουν το φόβο να γίνουμε εμείς οι δικοί μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, θύματα της ανάγκης επιβίωσης του μελαμψού που, απρόσκλητος άλλωστε, μένει δίπλα; Φθάνουν να μας καθησυχάσουν ότι δεν είναι φορείς μικροβίων και ασθενειών, φθάνουν να κλείσουν τη μύτη μας στη μπόχα και τα μάτια μας στην ακαθαρσία και την παραβατικότητα; Προφανώς όχι.
Αλλά δε γνωρίζουμε μόνο αυτά. Γνωρίζουμε ότι κάθε μεταναστευτική κίνηση ακολουθεί ένα πρότυπο οργάνωσης στο χώρο. Οι νεώτεροι μπορεί να μην ξέρουν που είναι τα Αναφιώτικα, τα Μανιάτικα ή τα Κρητικά, οι παλαιότεροι ίσως να τα θυμούνται, αλλά αυτή η ονοματοδότηση των συνοικιών υποδηλώνει τόπους καταγωγής των εσωτερικών μεταναστών. Γιατί οι μετανάστες εγκαθίστανται σε χώρους εγγύτητας μεταξύ τους, αναζητώντας τη δημιουργία των υποτυπωδών σχέσεων (δικτύων, επί το μεταμοντερνικότερο) συντροφικότητας και αλληλεγγύης, συνθηκών επίσης επιβίωσης στην εκ προοιμίου εχθρική, άγνωστη, αδιαφανή και αδιαπέραστη, ξένη, κοινωνία. Τα αίτια της συγκέντρωσης των μεταναστών σε ορισμένες περιοχές δεν είναι μόνο η κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών, αλλά και αποτελέσματα υλικών αναγκαιοτήτων: Το μοίρασμα της στέγης, του κρεβατιού ακόμα – επτά νομά(τοι) σ’ ένα δωμά(τιο) έγραφε ο Άκης Πάνου για την όχι και τόσο μακρινή, γνήσια ελληνική, εποχή της μαζικής αστυφιλίας – η εναλλαγή στη φροντίδα των παιδιών μειώνουν το κόστος επιβίωσης, ενώ, ταυτόχρονα, η στενή συμβίωση αυξάνει τα περιθώρια ατομικής ασφάλειας από τις εχθρικές ενέργειες γηγενών και άλλων ομάδων μεταναστών. Ο αστικός φυλετικός διαχωρισμός, επιβεβλημένος από τους άλλους ή επιλεγμένος από τους ίδιους, παράγεται τόσο φανερά και τόσο αθόρυβα.
Γκέτο. Ας μη φοβηθούμε τη λέξη. Η Αθήνα έχει περιοχές που έχουν γίνει ή, αν δεν έχουν γίνει ακόμα, μετατρέπονται σε γκέτο. Όπως όλες, σχεδόν, οι μεγαλουπόλεις, σε Ευρώπη και Αμερική. Και τα προβλήματα που συνοδεύουν την εμφάνιση των γκέτο είναι γνωστά. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές εργατογειτονιές, που κτίζονται δίπλα στα εργοστάσια ή που, αντιθέτως, έρχονται τα εργοστάσια να κτιστούν δίπλα τους, ώστε να «κερδίσουν» το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, στα γκέτο δεν γίνονται επενδύσεις. Αφ’ ενός γιατί τα γκέτο είναι μέσα στον αστικό ιστό, δηλαδή δεν προσφέρονται για βιομηχανία ή σοβαρή βιοτεχνία. Αφ’ ετέρου γιατί το εμπόριο και οι υπηρεσίες της γειτονιάς συρρικνώνονται, καθώς η παραδοσιακή πελατεία εγκαταλείπει την περιοχή και οι νέοι κάτοικοι ασκούνται στην οικονομία της ένδειας και όχι σ’ εκείνη της κατανάλωσης.
Ωστόσο, μια νέας μορφής οικονομική δραστηριότητα εγκαθίσταται. Αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω. Και είναι δραστηριότητες που δεν ακολουθούν τους μετανάστες «μέσα στις βαλίτσες τους». Τους βρίσκουν, καθώς στην απόλυτη ένδεια και απελπισία, η διάκριση μεταξύ ηθικού και ανήθικου, ορθού και λάθους, νόμιμου και παράνομου, γίνεται μια διάκριση πολυτέλειας.
Γνωρίζουμε, ακόμα, τι συμβαίνει σε περιοχές που τα γκέτο είναι προσωρινά: Η ακίνητη περιουσία απαξιώνεται, οι εταιρείες real estate αγοράζουν κοψοχρονιά, η δημοτική αρχή εγκαινιάζει πολιτική εκκαθάρισης, οι «κακοί» εκδιώκονται, οι αναπλάσεις οργανώνονται και οι οι εταιρείες real estate θησαυρίζουν. Ε, και οι φουκαράδες που πούλησαν μισοτιμής έχουν κάτι να διηγούνται στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Με πίκρα και με εσωτερικό οικτιρμό αντιλαμβάνονται πώς δέθηκε η ζωή τους με την ιστορία της πόλης και ψηφίζουν μαζικά ακροδεξιά.
Η αριστερά δεν μπορεί να μείνει στη συμπάθεια. Πρέπει να παλέψει και πρέπει τα επιχειρήματα να γίνουν πειστικά – πιο πειστικά από εκείνα του Νόμου και της Τάξης και του έκδηλου ή λανθάνοντος ρατσισμού.
‘Έξι άξονες μπορούν να αποδειχθούν σωτήριοι:
1. Νομιμοποίηση μεταναστών με συνοπτικές διαδικασίες και με πλήρη κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα.
2. Υγειονομική περίθαλψη με περίοδο αναμονής κατά την άφιξη, ώστε να προστατευθεί η υγεία τους και η δημόσια υγεία
3. Προγράμματα επαγγελματικής αποκατάστασης με άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας
4. Οικιστική διασπορά με τρόπο που θα σέβεται τα δικαιώματά τους. Να αποτραπεί η δημιουργία γκέτο, μόνιμων ή προσωρινών.
5. Κτύπημα των προμηθευτών ναρκωτικών και της διακίνησης γυναικών
6. Ενίσχυση των πολιτισμικών στοιχείων και δραστηριοτήτων των μεταναστών, με στόχο κάποιες απ’ αυτές να βρουν διέξοδο στην αγορά (χειροτεχνήματα, παραδοσιακά υφαντικά και ρούχα, παραδοσιακή μαγειρική, καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως μουσική, χορός, κατασκευή μουσικών οργάνων κλπ.)
7. Και βεβαίως, άμεση κατάργηση του φρικτού καθεστώτος του χωρικού εγκλωβισμού που οργάνωσε το Δουβλίνο ΙΙ.
Τα έγραφα αυτά πριν από την «κρίση». Νομίζω ότι εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά επίκαιρα.
1 σχόλιο:
Απόστολε,
Το κείμενο σου είναι καλογραμμένο και ουσιαστικό, με ικανοποίησε νοητικά. Παραδέχεσαι αλήθειες που αν τις έλεγα εγώ σε Συριζαίους θα με έβγαζαν φασίστα και ρατσιστή άνευ άλλου. Προφανώς εσύ έχεις 'ασυλία' ως ομοιδεάτης, αλλά
και γιατί στο 'δια ταύτα' αποδεικνύεσαι συνεπής ριζοσπάστης ολκής με τις 'λύσεις' που προτείνεις. Μόνο που ακόμα δεν άκουσα γιατί η ελληνική κοινωνία θα
πρέπει να υποστεί όλα αυτά τα μύρια δεινά, τι υποχρέωση έχει, ηθική ή άλλη;Το οτι "εμείς στείλαμε μετανάστες στην Αμερική μας δημιουργεί υποχρέωση υποδοχής Ασιατών" ως ηθικό επιχείρημα δεν στέκει. Δηλ αν ο παππούς μου κάποτε νέος σκότωσε τον παππού σου
σου επιτρέπει εσένα σήμερα ναμου σκοτώσεις το γιό μου; Μολών λαβέ!
Βασίλης Βασιλειάδης
Δημοσίευση σχολίου