Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ: ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΝΟΥ

Δύο ερωτήματα:
Ερώτημα Πρώτον:
Έχουν δικαίωμα οι "μετανάστες χωρίς χαρτιά" να διαμαρτύρονται για τον αθέλητο από αυτούς εγκλωβισμό τους στην Ελλάδα και για την κατάσταση νομικής (και συνεπώς ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ) ανυπαρξίας στην οποία τους έχουμε καταδικάσει;

Ερώτημα Δεύτερο:
Αν έχουν αυτό το δικαίωμα και τους αναγνωρίσουμε ότι έχουν δικαίωμα να το ασκήσουν με μαζική απεργία πείνας, που θα έπρεπε να πάνε; Σε εκκλησία, σε γήπεδο, στο ύπαιθρο των Προπυλαίων (και εκεί το ίδιο γίνεται), στον Αστέρα της Βουλιαγμένης ή στο MEGA;

Από το πρωί έθεσα τα ερωτήματα αυτά στο Facebook. Κανένας από τη Δημοκρατική Αριστερά δεν μπήκε στον κόπο να μου απαντήσει. Ίσως, να τα θεωρούν ανάξια απάντησης. Ίσως, γιατί συσκέπτεται πυρετωδώς το επιτελείο των εξεχόντων νομικών τους. Ίσως, γιατί προτιμούν οι διαμαρτυρίες να είναι περισσότερο "κόσμιες". Ας απεργήσουν ρε παιδί μου οι άνθρωποι κατά μόνας, σπίτι τους. Και αν πεθάνουν, θα έχουμε φυλάξει μια κατάλληλη ατάκα για να προστατεύσουμε τις αριστερές μας καταβολές.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ: ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΛΥΣΕΙΣ

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβουμε ότι το πρόβλημα των μεταναστών έχει γίνει ένα σημαντικό, κρίσιμο, πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία. Και έχει αποκτήσει αυτήν την κρισιμότητα γιατί, και με ευθύνη της αριστεράς, έχει αποτελέσει την αιχμή του δόρατος όλων εκείνων των δυνάμεων που επιχειρούν τον κοινωνικό έλεγχο μέσω των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών. Η επιτυχία του ΛΑΟΣ στις τελευταίες εκλογές και, κυρίως, η υιοθέτηση της ατζέντας ΛΑΟΣ από τη Νέα Δημοκρατία και μερίδα, τουλάχιστον, του ΠΑΣΟΚ, η συμπόρευση στην κατεύθυνση αυτή ορισμένων εφημερίδων του λεγόμενου «δημοκρατικού» χώρου (βλέπε Πρώτο Θέμα) και τηλεοπτικών καναλιών υπογραμμίζουν το βάσιμο των πιο πάνω αιτιάσεων.
Η οργάνωση της επισφάλειας, ή, ορθότερα, η καλλιέργεια της αίσθησης της γενικευμένης ανασφάλειας στους πολίτες, η ρευστοποίηση της καθημερινότητας, η ακύρωση του παρελθόντος και η αβεβαιότητα του μέλλοντος, αποτελεί το μέγιστο ιδεολογικό στοίχημα των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων. Μέσω αυτής εξασφαλίζεται η παθητική συναίνεση, καθώς ακυρώνεται η όποια συλλογικότητα, ακυρώνονται οι κοινωνικές αντιστάσεις, και προωθείται η εξατομίκευση και ο κοινωνικός κατακερματισμός. Δίπλα από τα τσουνάμια, τις πυρκαγιές, τους σεισμούς, τις ποικίλες γρίπες, που κυριαρχούν στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και στα ντοκυμαντέρ, πίσω από τα χρέη, τις πτωχεύσεις και τις απολύσεις, που συνθέτουν την αφανή πραγματικότητα, η μορφή του μετανάστη προβάλλει οικεία απειλητική. 
Η τρέχουσα μορφή εκδήλωσης της κρίσης, η συρρίκνωση των εισοδημάτων από την εργασία, αλλά και η συρρίκνωση της μικρής επιχείρησης, η αποδιάρθρωση των στοιχειωδών υπηρεσιών του προνοιακού κράτους, με όσες στρεβλώσεις το χαρακτηρίζουν στην ελληνική περίπτωση, προσθέτουν τον πυροδοτικό μηχανισμό σε μια ήδη συσσωρευμένη εκρηκτική ύλη. Οι συγκρούσεις μεταξύ γηγενών και μεταναστών, αλλά και οι συγκρούσεις μεταξύ ομάδων μεταναστών, δεν είναι μια μακρινή προοπτική, γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας.    
            Η στάση της Αριστεράς στο ζήτημα αυτό ταυτόχρονα είναι ηθικά άψογη και πολιτικά ανεπαρκής. Ηθικά άψογή γιατί δείχνει τη συναισθηματική ταύτιση με τον αδύναμο και την ανάγκη μιας διαμόρφωσης της πολιτικής που λαμβάνει υπ’ όψη την εγγενή κοινωνική ανισότητα. Πολιτικά ανεπαρκής γιατί η αριστερά δεν έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα, απλώς το ξορκίζει. Και για να έρθει αντιμέτωπη με το πρόβλημα, οφείλει να κατανοήσει ότι τα συναισθήματα και τα λόγια δεν αρκούν. Οφείλει να δει κατά πρόσωπο τον φόβο των συμπολιτών από τη συμβίωση με τον ξένο, το φόβο να κυλήσει στην κοινωνική κατάσταση του γείτονα-μετανάστη, να γίνει «μετανάστης» στον τόπο του. Οι κατευθύνσεις κάποιων λύσεων είναι αναγκαίες, σήμερα και επιτακτικά.

            Τι γνωρίζουμε για τη μετανάστευση και την προσφυγιά; Εδώ στην Ελλάδα, χώρα παραγωγής μεταναστών και υποδοχής προσφύγων γνωρίζουμε πολλά. Στείλαμε από την αρχή του αιώνα εκατομμύρια νέων στην Αμερική, στην Αυστραλία και στη Δυτική Ευρώπη, κυνηγημένους από την πείνα και την ανέχεια. Στείλαμε μερικές χιλιάδες ακόμα στην Ανατολική Ευρώπη, κυνηγημένους από τον εμφύλιο και τα αποτελέσματά του. Και υποδεχθήκαμε, εμείς οι γηγενείς, ενάμισι εκατομμύριο διωγμένων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, κυνηγημένους από τη φωτιά και τη βία. Δεχθήκαμε ακόμα τα τελευταία είκοσι χρόνια άλλο ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπων επίσης κυνηγημένων από τον τόπο τους, επίσης από την πείνα, τη βία, τον πόλεμο.
Γνωρίζουμε ότι οι δικοί μας μετανάστες δούλεψαν εκεί που πήγαν, σε άθλιες συνθήκες οι περισσότεροι, πρόκοψαν και βοήθησαν στην ανάπτυξη των χωρών που τους δέχθηκαν. Σχεδόν όλοι, από αγρότες, χωρίς τεχνικές δεξιότητες, έγιναν βιομηχανικοί εργάτες και εργάτες στα ορυχεία, βοηθητικό προσωπικό αλλού, για να γίνουν εστιάτορες και έμποροι, κάποιοι λίγοι από την πρώτη γενιά και πολλοί περισσότεροι από τη δεύτερη. Η τρίτη γενιά των υπερπόντιων μεταναστών διαθέτει πια μια αμυδρή σχέση με τη γενέτειρα.
Γνωρίζουμε ότι, αν και ανοργάνωτα, τα μεγάλα κύματα μεταναστών προς την Ελλάδα από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη ακολούθησαν παρόμοιες τροχιές με τους δικούς μας μετανάστες. Ξέχασαν αυτά που ήξεραν και έμαθαν αυτά που χρειαζόταν για την επιβίωση. Ρευστοποίησαν, δηλαδή, όπως και οι δικοί μας το παρελθόν, τις γνώσεις και δεξιότητες. Δούλεψαν σκληρά, στην οικοδομή και σε αγροτικές εργασίες, ως υπηρετικό προσωπικό και νοσοκόμες, έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και προσωπικών ευτελισμών, όπως και οι δικοί μας, και σιγά-σιγά εντάσσονται όλο και περισσότερο στην ελληνική κοινωνία. Τα παιδιά τους σπουδάζουν στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, μερικοί γίνονται μικροεργολάβοι, άλλοι έχουν ανοίξει μαγαζιά, κάποιες γυναίκες κομμωτήρια.   
            Γνωρίζουμε ακόμα, πολλοί από μας, κοινωνική ιστορία. Ξέρουμε ότι ο μεγάλος ξεριζωμός των αγροτών στη Δυτική Ευρώπη, λόγω των περιφράξεων ή άλλων γεγονότων, δημιούργησε στις νεοπαγείς πόλεις έναν ανθρώπινο όχλο και όχι μια μάζα πειθαρχημένων εργατών. Αλήτες, επαίτες, δολοφόνοι, λωποδύτες, μέθυσοι, πόρνες, νταβατζήδες, λαθρέμποροι και χαρτοκλέφτες, αλλά και ευκαιριακά μεροκαματιάρηδες, δε χρειάστηκαν ψυχαναλυτή να τους διευκρινίσει πως το καθήκον προς εαυτόν είναι ύψιστο καθήκον. Το εμπέδωσαν πρακτικά και προσπάθησαν να επιβιώσουν με χίλιους τρόπους. Στα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, μεταξύ ηθικής και έλλειψής της, μεταξύ εργατικότητας και κραιπάλης, με τη ζυγαριά να γέρνει μονίμως προς το δεύτερο ζεύγος των αντιτιθέμενων καταστάσεων. Δε χρειάζεται να είμαστε ιστορικοί ή μαρξιστές για να τα ξέρουμε αυτά. Μας τα έχει πει ο Φουκώ, μας τα εξιστόρησαν ο Ντίκενς και ο Ουγκώ, που αναφερόμενος στην Φαντίνα, σ’ ένα έξοχο απόσπασμα, μιλάει για την εκπαίδευσή της στην «οικονομία της ένδειας», στο να ζεις με το τίποτα. Με το τίποτα σα σχήμα λόγου, γιατί η Φαντίνα αναγκάζεται να εκπορνευτεί προκειμένου να ζήσει την κόρη της.
            Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι άνθρωποι χωρίς τίποτα, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς στηρίγματα, οικονομικά και συναισθηματικά, θα κάνουν οτιδήποτε για να επιβιώσουν. Και θα κλέψουν, και θα γίνουν βαποράκια, και θα πουλήσουν κλεψίτυπα CD και DVD, και θα πουλήσουν απομιμήσεις «επώνυμων» προϊόντων σε ανώνυμους καταναλωτές που αποκτούν (έτσι νομίζουν, φαίνεται) την ταυτότητά τους από την επωνυμία της τσάντας και του ρούχου, και θα εκπορνευθούν. Και θα ζήσουν σε τρώγλες, στάβλους και αποθήκες, σε υπόγεια διαμερίσματα, σε υπαίθρια καταλύματα, χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, χωρίς τουαλέτα, χωρίς νερό, χωρίς θέρμανση και φως, και θα υποστούν τον εξευτελισμό, τη δίωξη και τη βία. Η οικονομία της ένδειας που συναντάται με τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό: Η φρίκη της Φαντίνας δεν είναι η ζωή που έχει αναγκαστεί να κάνει, είναι ο Ιαβέρης: απέναντί του είναι απολύτως ανίσχυρη.
           
Να οι συναισθηματισμοί της αριστεράς. Συναισθηματισμοί εδραιωμένοι γερά στο ανθρωπιστικό της DNA. Φθάνουν, όμως, να αποτρέψουν το φόβο να γίνουμε εμείς οι δικοί μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, θύματα της ανάγκης επιβίωσης του μελαμψού που, απρόσκλητος άλλωστε, μένει δίπλα; Φθάνουν να μας καθησυχάσουν ότι δεν είναι φορείς μικροβίων και ασθενειών, φθάνουν να κλείσουν τη μύτη μας στη μπόχα και τα μάτια μας στην ακαθαρσία και την παραβατικότητα; Προφανώς όχι.
            Αλλά δε γνωρίζουμε μόνο αυτά. Γνωρίζουμε ότι κάθε μεταναστευτική κίνηση ακολουθεί ένα πρότυπο οργάνωσης στο χώρο. Οι νεώτεροι μπορεί να μην ξέρουν που είναι τα Αναφιώτικα, τα Μανιάτικα ή τα Κρητικά, οι παλαιότεροι ίσως να τα θυμούνται, αλλά αυτή η ονοματοδότηση των συνοικιών υποδηλώνει τόπους καταγωγής των εσωτερικών μεταναστών. Γιατί οι μετανάστες εγκαθίστανται σε χώρους εγγύτητας μεταξύ τους, αναζητώντας τη δημιουργία των υποτυπωδών σχέσεων (δικτύων, επί το μεταμοντερνικότερο) συντροφικότητας και αλληλεγγύης, συνθηκών επίσης επιβίωσης στην εκ προοιμίου εχθρική, άγνωστη, αδιαφανή και αδιαπέραστη, ξένη, κοινωνία. Τα αίτια της συγκέντρωσης των μεταναστών σε ορισμένες περιοχές δεν είναι μόνο η κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών, αλλά και αποτελέσματα υλικών αναγκαιοτήτων: Το μοίρασμα της στέγης, του κρεβατιού ακόμα – επτά νομά(τοι) σ’ ένα δωμά(τιο) έγραφε ο Άκης Πάνου για την όχι και τόσο μακρινή, γνήσια ελληνική, εποχή της μαζικής αστυφιλίας – η εναλλαγή στη φροντίδα των παιδιών μειώνουν το κόστος επιβίωσης, ενώ, ταυτόχρονα, η στενή συμβίωση αυξάνει τα περιθώρια ατομικής ασφάλειας από τις εχθρικές ενέργειες γηγενών και άλλων ομάδων μεταναστών. Ο αστικός φυλετικός διαχωρισμός, επιβεβλημένος από τους άλλους ή επιλεγμένος από τους ίδιους, παράγεται τόσο φανερά και τόσο αθόρυβα.
            Γκέτο. Ας μη φοβηθούμε τη λέξη. Η Αθήνα έχει περιοχές που έχουν γίνει ή, αν δεν έχουν γίνει ακόμα, μετατρέπονται σε γκέτο. Όπως όλες, σχεδόν, οι μεγαλουπόλεις, σε Ευρώπη και Αμερική. Και τα προβλήματα που συνοδεύουν την εμφάνιση των γκέτο είναι γνωστά. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές εργατογειτονιές, που κτίζονται δίπλα στα εργοστάσια ή που, αντιθέτως, έρχονται τα εργοστάσια να κτιστούν δίπλα τους, ώστε να «κερδίσουν» το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, στα γκέτο δεν γίνονται επενδύσεις. Αφ’ ενός γιατί τα γκέτο είναι μέσα στον αστικό ιστό, δηλαδή δεν προσφέρονται για βιομηχανία ή σοβαρή βιοτεχνία. Αφ’ ετέρου γιατί το εμπόριο και οι υπηρεσίες της γειτονιάς συρρικνώνονται, καθώς η παραδοσιακή πελατεία εγκαταλείπει την περιοχή και οι νέοι κάτοικοι ασκούνται στην οικονομία της ένδειας και όχι σ’ εκείνη της κατανάλωσης.
            Ωστόσο, μια νέας μορφής οικονομική δραστηριότητα εγκαθίσταται. Αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω. Και είναι δραστηριότητες που δεν ακολουθούν τους μετανάστες «μέσα στις βαλίτσες τους». Τους βρίσκουν, καθώς στην απόλυτη ένδεια και απελπισία, η διάκριση μεταξύ ηθικού και ανήθικου, ορθού και λάθους, νόμιμου και παράνομου, γίνεται μια διάκριση πολυτέλειας.
            Γνωρίζουμε, ακόμα, τι συμβαίνει σε περιοχές που τα γκέτο είναι προσωρινά: Η ακίνητη περιουσία απαξιώνεται, οι εταιρείες real estate αγοράζουν κοψοχρονιά, η δημοτική αρχή εγκαινιάζει πολιτική εκκαθάρισης, οι «κακοί» εκδιώκονται, οι αναπλάσεις οργανώνονται και οι οι εταιρείες real estate θησαυρίζουν. Ε, και οι φουκαράδες που πούλησαν μισοτιμής έχουν κάτι να διηγούνται στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Με πίκρα και με εσωτερικό οικτιρμό αντιλαμβάνονται πώς δέθηκε η ζωή τους με την ιστορία της πόλης και ψηφίζουν μαζικά ακροδεξιά.
            Η αριστερά δεν μπορεί να μείνει στη συμπάθεια. Πρέπει να παλέψει και πρέπει τα επιχειρήματα να γίνουν πειστικά – πιο πειστικά από εκείνα του Νόμου και της Τάξης και του έκδηλου ή λανθάνοντος ρατσισμού.
            ‘Έξι άξονες μπορούν να αποδειχθούν σωτήριοι:
1.      Νομιμοποίηση μεταναστών με συνοπτικές διαδικασίες και με πλήρη κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα.
2.      Υγειονομική περίθαλψη με περίοδο αναμονής κατά την άφιξη, ώστε να προστατευθεί η υγεία τους και η δημόσια υγεία
3.      Προγράμματα επαγγελματικής αποκατάστασης με άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας
4.      Οικιστική διασπορά με τρόπο που θα σέβεται τα δικαιώματά τους. Να αποτραπεί η δημιουργία γκέτο, μόνιμων ή προσωρινών.
5.       Κτύπημα των προμηθευτών ναρκωτικών και της διακίνησης γυναικών
6.      Ενίσχυση των πολιτισμικών στοιχείων και δραστηριοτήτων των μεταναστών, με στόχο κάποιες απ’ αυτές να βρουν διέξοδο στην αγορά (χειροτεχνήματα, παραδοσιακά υφαντικά και ρούχα, παραδοσιακή μαγειρική, καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως μουσική, χορός, κατασκευή μουσικών οργάνων κλπ.)
7.      Και βεβαίως, άμεση κατάργηση του φρικτού καθεστώτος του χωρικού εγκλωβισμού που οργάνωσε το Δουβλίνο ΙΙ.

Τα έγραφα αυτά πριν από την «κρίση». Νομίζω ότι εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά επίκαιρα.


Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΑΛΙΩΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΩΝ

Ο Διονύσης με πήρε στο τηλέφωνο για να βρεθούμε με άλλους παλιούς συμμαθητές. Έχουν περάσει σχεδόν 41 χρόνια – από το 1970 – όταν τελειώναμε το Ζ Γυμνάσιο Αρρένων στο Παγκράτι. Σαράντα ένα χρόνια. Τόσο πολύς χρόνος και πέρασε σαν μια αστραπή. Μια μεγάλη περίοδος που άλλαξε τους έφηβους του τότε σε σχεδόν 60άρηδες – δε θα πω γέροντες, θα πω νέους στο κατώφλι των γηρατειών.
            Ήταν η δεύτερη συνάντηση του είδους. Η πρώτη, πριν δέκα χρόνια, ήταν λαμπρότερη. Στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, τα δύο τμήματα του κλασσικού και το ένα του πρακτικού – γύρω στα 120 άτομα αριθμούσαμε τότε – μαζεύτηκαν και επιβεβαίωσαν τη μνήμη. Εγώ δεν είχα μπορέσει να πάω. Μια ξαφνική αδιαθεσία με καθήλωσε στο σπίτι. Τώρα όμως πήγα. Δεν θα το έχανα με τίποτε.
            Το περιβάλλον οικείο, η ταβέρνα του Τσομπανάκου πίσω από το γήπεδο της Νήαρ Ηστ. Εκεί που πηγαίναμε στα 13-14 χρόνια μας τα πρωινά της Κυριακής να δούμε αγώνες της Α’ κατηγορίας Αθηνών: Παγκράτι, Δόξα Βύρωνα, ένα φεγγάρι Εθνικό Αστέρα, Ηλυσιακός, οι οπαδικές μας προτιμήσεις μοιρασμένες, στο «τριεθνές» των συνόρων Καισαριανής, Βύρωνα και Παγκρατίου. Χαζεύαμε τον αγώνα, χαζεύαμε τους ποδοσφαιριστές, ταυτιζόμασταν μαζί τους στα καλά, παίρναμε τις αποστάσεις στις γκέλες, φαντασιωνόμαστε τον εαυτό μας να φοράει τη στολή και να κάνει μαγικές τρίπλες, φαρμακερά σουτ και σωτήριες επεμβάσεις. Την άλλη μέρα δίναμε τη δική μας παράσταση στο υπόστεγο του σχολείου, να μην μας δει ο γυμνασιάρχης, κλωτσώντας πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας και, σπανίως, κανένα μικροσκοπικό τόπι.
            Πήγα στην ταβέρνα λίγο μετά τις 9, την ώρα του περίπου ραντεβού. Μια ομάδα άγνωστων καθόταν σε τραπέζια βαλμένα σε Π. Τους κοίταζα και με κοίταζαν με απορία. Είναι, δεν είναι; Στο μυαλό μου καρφώθηκαν οι στίχοι:

«Και προχωρούσα
μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε»

Πλησίασα διστακτικά να ρωτήσω, ενώ ένιωθα μια ντροπή για την έλλειψη ικανότητας αναγνώρισης. Ναι, αυτοί ήταν, εκείνοι που περάσαμε μαζί 6 χρόνια καθισμένοι στα σκαμμένα ξύλινα θρανία, που μοιραστήκαμε τις ίδιες αγωνίες, την ίδια τυρόπιτα - στη μέση ή και στα τρία - στο διάλειμμα, τις εντυπώσεις από την χθεσινή ταινία, την χοντρή πλάκα και το ελαφρύ δούλεμα. Αυτοί που καπνίσαμε το πρώτο τσιγάρο – απόδειξη του ανδρισμού μας- που ψιλομεθύσαμε για πρώτη φορά στην Πλάκα, που πήγαμε στο Σαββόπουλο και στο Χατζή παρέα, και στα μουσικά πρωινά στο Παγκράτιο με τους Πελόμα Μποκιού να παίζουν Rolling Stones.
            Αυτοί οι ίδιοι. Ο Αντώνης, ο Βαγγέλης, ο Διονύσης, ο Στάθης, ο Θεόφιλος, ο Δημήτρης, ο Γιώργος, ο Γρηγόρης, ο Σπύρος, ο Μιχάλης, ο άλλος ο Σπύρος, ο Θόδωρος, ο Μπούρας που ποτέ δεν τον φωνάξαμε με το μικρό του όνομα, μερικοί ακόμα. Αυτοί οι ίδιοι, αλλά άλλοι. Τα αδύνατα κορμιά έχουν στρογγυλέψει, κοιλιές και στομάχια περίσσευαν, τα σφικτά κρέατα έχουν πλαδαρέψει, τα μαλλιά άλλων άσπρα, άλλων γκρίζα, σε μερικούς χαμένα για πάντα, στα πρόσωπα τα σημάδια των χρόνων που πέρασαν. Αγκαλιές, φιλιά, κτυπήματα στην πλάτη, σύντομες κουβέντες με καθένα χωριστά, οι μεζέδες είχαν έρθει και το κρασί κοκκίνιζε τα ποτήρια.
            Καθώς κατέβαινε το κρασί ανέβαιναν, οι αναμνήσεις του τότε. Οι καθηγητές, η αγαπημένη όλων φιλόλογος μας κα Γεωργιάδου, ο μαθηματικός που πέθανε, ο νευρικός φυσικός που τον κρατήσαμε μόλις ένα δίμηνο, ο άλλος ο φυσικός ο μάγκας που μας πήγε στο πλανητάριο και όταν ο εκεί υπεύθυνος μας κατακεραύνωσε να κάνουμε ησυχία «γιατί εδώ δεν είναι τάξη σχολείου» πήρε το λόγο στο τέλος και είπε την υπέροχη φράση, τυπωμένη στο μυαλό όλων μας «εμείς χειριζόμαστε ψυχές παιδιών, δεν είμαστε χειριστές κομβίων» εξασφαλίζοντας την ευγνωμοσύνη μας και την μόνιμη αναγνώριση, ο καθηγητής τεχνικών με τα κομμένα δάκτυλα από ριπή γερμανού, ο κουφός μουσικός, οι νεαρές καθηγήτριες που αναζωπύρωναν τους μόνιμα πυρωμένους πόθους παρέλασαν ξανά και ξανά, οι ιστορίες έμπλεκαν η μία με την άλλη, ένας χορός σα γαϊτανάκι, σαν ταραντέλα, εικόνων, ήχων, συναισθημάτων.
            Και οι απόντες. Πού είναι αυτός, γιατί δεν ήρθε ο άλλος, ποιος βλέπει τον τρίτο. Οι πληροφορίες να διασταυρώνονται, τα κενά να συμπληρώνονται αποσπασματικά, ατελώς, οι πιθανότητες να κυριαρχούν (θα πρέπει να είναι)  και τα σενάρια να εκτυλίσσονται. Γι’ άλλους η πληροφορία ήταν σαφέστερη: αυτός τεχνικός στον ΟΤΕ, δεν πήρε σύνταξη και τώρα τρέχει συνέχεια γιατί αποχώρησαν όλοι οι τεχνικοί του οργανισμού μαζικά, ο άλλος δικαστής, ο μόνιμος απουσιολόγος (η «μάνα» όπως τον λέγαμε τρυφερά) στο αστεροσκοπείο, ο Κωνσταντίνος που ήρθε τελευταία χρονιά και ήταν μακράν ο καλύτερος στα φιλολογικά, που, αν και απόμακρος, είχε το σεβασμό όλων μας, που μας διάβαζε τις εκθέσεις του και μέναμε άφωνοι. Ο Κωνσταντίνος μπήκε πρώτος στη Φιλοσοφική με απόλυτο άριστα και οι φήμες λένε ότι είναι καθηγητής σε κάποιο πανεπιστήμιο, δεν μπόρεσα να τον εντοπίσω παρ’ όλο το ψάξιμο στο internet. Ο άλλος, χείριστος στα μαθηματικά στο σχολείο, έγινε καθηγητής μαθηματικών και έκανε και διδακτορικό. Πολλοί χαμένοι σα να τους κατάπιε η γη.
            Και οι άλλοι απόντες. Οι μόνιμα πια απόντες. Ποιος πέθανε, πώς πέθανε. Έξι τον αριθμό καταγράψαμε των γνωστών θανάτων. Μια αυτοκτονία, θάνατος από καρδιά, καρκίνος, αυτοκίνητο.
            Καθώς τους παρατηρούσα, έβλεπα τα σουσούμια του ενός και του άλλου να μένουν σταθερά: ο τρόπος της ομιλίας, οι κινήσεις των χεριών, οι στάσεις των σωμάτων. Ο Διονύσης, που στο πρόσωπό του κατάφερε να συνδυάσει την αψάδα του Ζακυνθινού πατέρα με τη γλυκύτητα της μητέρας του, έλεγε και ξαναέλεγε κάτι που το είχα ξεχάσει και όλοι το θεώρησαν μεγάλο αστείο.
            «Πώς σε λένε παιδί μου;» με ρώτησε ένας καθηγητής. «ΔΕ-ΔΟΥ-ΣΟ-ΠΟΥ-ΛΟ» είχα απαντήσει συλλαβιστά με βαριά, μπάσα φωνή. Έτσι κατάλαβα επιτέλους ότι η μπασαδούρα που έχω στις φωνητικές χορδές δεν οφείλεται στο κάπνισμα και στη χρόνια φαρυγγίτιδα που μου προκαλεί αφωνία, κάθε που αλλάζει ο καιρός ….    
           
            Καταλαβαίνω τις προφανείς ενστάσεις του δυνητικού αναγνώστη: «Και μένα τι με κόφτει, ρε φίλε, για να διαβάζω τις συγκινήσεις σου, επειδή είδες δέκα φιλάρες που είχες κοντά μισό αιώνα να δεις;». Ή, ακόμα πιο σκληρά: «Αν σε νοιάζανε, ας τους έβλεπες συχνότερα, ας τους έψαχνες ολ’ αυτά τα χρόνια, μπας και τους αναγνώριζες κιόλας». Σωστά και τα δύο. Σαν τον Σκρουτζ, ξεκλείδωσα του κουτί του φαντάσματος των χρόνων που πέρασαν. Προνόμιο των ανθρώπων που είναι στην ηλικία μου, για τους οποίους ο χρόνος έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον, έστω και αμφίβολο. Αν σας φαίνεται γλυκανάλατο, ανούσιο και σαχλό, θα υποστηρίξω ότι, παρά την όποια ηλικία σας, είστε εξαιρετικά νέοι. Και αυτό δεν αποτελεί ψόγο.                     

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Πώς θα φανώ στο βλέμμα σου
Όταν στο φωτεινό δωμάτιο
Δίπλα στο στολισμένο νυφικό κρεβάτι
Την αρματωσιά μου στα πόδια σου καταθέσω
Το σκληρό δόρυ πρώτο με το οποίο μάχες έδωσα πολλές
Άλλες από γενναιότητα και άλλες από απελπισία
Και την αστραφτερή ασπίδα ύστερα
Που η λαμπράδα της δε με προφύλαξε από τα κτυπήματα
Το θώρακα το σιδερένιο που διάτρητος είναι
Το σπαθί μου στο θηκάρι του απόμαχο από την αγωνία των αγώνων
Τον πορφυρό χιτώνα και το λευκό ιμάτιο
Στα πόδια σου ακουμπώ.

Δυο βήματα πίσω

Να πλανηθεί το βλέμμα σου στο γυμνό κορμί μου
-πλαδάρεψε πια κι αυτό και είναι γερασμένο –
Να ψάξει τις παλιές πληγές τις κακοφορμισμένες
Τις βαθιές ουλές και τα πυώδη έλκη.
Μπορώ να σου μιλήσω για κάθε μια από αυτές.
Πώς τις απόκτησα, ποιος μου τις χάραξε, σε ποια στιγμή της μάχης
Πώς ένοιωσα καθώς το σίδερο στη σάρκα μου περνούσε.
Πώς σώθηκα, αν σώθηκα …

Όλα αυτά στα δίνω
Με αγωνία αναζητώντας την απέχθεια στα μάτια σου
Που γλυκά στιγμές πριν ερωτικά με κοιτούσαν.

Μόνο το σκούφο του επαίτη μη ζητάς να βγάλω,
Όπλο μου είναι φοβερό: τους θεούς και τους ανθρώπους
Παραπλάνησα με δαύτο – αν και τις απάτες μου πικρά έχω πληρώσει.
Χρόνια τώρα τον φορώ, που δέρμα μου έχει γίνει.

Άγνωστη εσύ γνωστή
Νέα γνωριμία που ‘ρχεσαι από τα βάθη των καιρών
Οικεία και ξένη
Μάνα του παιδιού μου που ποτέ δεν είδα
Να μπορούσε το βλέμμα σου
Την ακεραιότητα του σώματός μου να εγγυηθεί
Τις χαίνουσες πληγές να γιάνει
Τον καταραμένο σκούφο για πάντα να πετάξω.

Να το καράβι! Δες το από το παράθυρο…
Ελιγμούς κάνει στο λιμάνι για τον απόπλου.

Αν την απέχθειά σου νίκησε η αγάπη
Πάρε το χέρι μου και πάμε.
Άγνωστες αμμουδιές, άγνωστα λιμάνια, άγνωστες πολιτείες μας γνέφουν κοντά τους
Και ποθώ πολύ μαζί σου μια Νέα Ιθάκη να γνωρίσω.