30 Νοεμβρίου σήμερα,
τελευταία μέρα του ημερολογιακού φθινοπώρου. Κάθε τέτοια μέρα στο σπίτι στο
Βόλο επικρατούσε ταραχή. Γιόρταζε ο κυρ Ανδρέας, το σπίτι άνοιγε για να
υποδεχθεί τους φίλους, γείτονες και συναδέλφους. Ήταν, βλέπετε, η μεγάλη
οικογενειακή μας γιορτή. Ούτε η μάνα μου δεχόταν στη γιορτή της, ούτε εμένα με
γιόρταζαν, αλλά η γιορτή του πατέρα μου ήταν κυριολεκτικά
"πατροπαράδοτη".
Η ετοιμασία άρχιζε
μια - δυο μέρες πριν. Το σπίτι καθαριζόταν επιμελώς, δηλαδή το δωμάτιο με το
μεγάλο τραπέζι και τις οκτώ καρέκλες γύρω - γύρω, το
"δυτικομεσημβρινό", όπως το έλεγε ο κυρ Ανδρέας, που έβλεπε στο πίσω
μέρος του κήπου και από το παράθυρο του οποίου, με λίγη προσοχή και κόβοντας
λίγα ατίθασα κλαδιά της ακακίας μπορούσες τα καλοκαιρινά βράδια να βλέπεις την
οθόνη του Έσπερου. Ασκήθηκα έτσι στον βωβό κινηματογράφο: Ούτε ήχος έφθανε,
ούτε τα γράμματα μπορούσα να δω βέβαια. Μπορούσες, όμως, να χαζέψεις κανένα
μισάωρο, πριν πιαστείς από την άβολη θέση κατόπτευσης, και αφού τα χελιδόνια
είχαν αποσυρθεί στις φωλιές τους - άλλο καθημερινό απογευματινό χάζεμα αυτό,
από το μπαλκόνι αυτή τη φορά, καταπίνοντας με αηδία το χτυπημένο αυγό με τα
ίχνη καφέ μέσα για να σπάζει αυγουλίλα.
Το σπίτι καθαριζόταν,
αφού προηγουμένως καθαριζόταν η σόμπα και τα μπουριά της. Ειδικότητα του πατέρα
μου αυτή. Τα μπουριά έβγαιναν όλα, η κάπνα έπεφτε σε ανοικτές εφημερίδες
στρωμένες στο πάτωμα κατά μήκος των μπουριών, μετά στο ταρατσάκι της κουζίνας
για κανονικό καθάρισμα και επιθεώρηση: ποια είναι γερά, ποια έχουν τρυπούλες.
Αυτά έπρεπε να αντικατασταθούν ή, αν το επέτρεπε η συνδεσμολογία, να καλυφθούν
οι τρύπες από άλλο μπουρί ή από κείνα τα δακτυλίδια που συνένωναν δυο διαδοχικά
μπουριά. Μετά συναρμολόγηση και δοκιμή: Η σόμπα άναβε την παραμονή, συνήθως για
μισή ώρα για να δούμε αν τράβαγε κανονικά ή αν ο καπνός έμενε στο δωμάτιο. Crash test, δηλαδή, κανονικό.
Η μάνα μου,
αυτονοήτως, στη γκρίνια. "Δεν προσέχεις, λερώνεις, όλο τον κόσμο, κοίτα τα
ρούχα σου πώς τα έκανες, φοράς και σακάκι με γραβάτα για να φτιάξεις τη σόμπα,
δες τις βρωμιές που έριξες στο χωλ, να δούμε αν θα καθαρίσουν και τι θα πει ο
κόσμος αύριο" αυτά που λένε οι γυναίκες με γκρινιάρικη προδιάθεση συνήθως.
Μπαίνανε και τα
χαλιά, κάτι μεγάλες κουρελούδες φτιαγμένες από τα χεράκια της θείας Λίτσας,
πριν παντρευτεί και εγκαταλείψει τον αργαλειό και πιάσει τον πλάστη ν' ανοίγει
φύλλα για πίτες. Εκεί, στο στρώσιμο του χαλιού συμμετείχα αποφασιστικά: Οι
μεγάλοι σήκωναν το τραπέζι κι εγώ χωνόμουν κι έφτιαχνα το χαλί, λίγο από δω,
λίγο από κει, ώσπου να ικανοποιηθούν και πουν "ωραίο έγινε", πράγμα
που σήμαινε ότι τοποθετήθηκε συμμετρικά κάτω από το μεγάλο τραπέζι. Καλυπτόταν
και το άθλιο πάτωμα: κάτω χοντροσανίδια καρφωμένα, γεμάτα ακίδες που έμπαιναν
συνήθως μεταξύ κρέατος και νυχιού στα πόδια των παιδιών που συνήθιζαν να
κυκλοφορούν ξυπόλυτα, σαν την αφεντιά μου.
Αυτό το δωμάτιο του
μεγάλου τραπεζιού άνοιγε ουσιαστικά μια φορά το χρόνο. Τις άλλες μέρες έμενε
κλεισμένο - πλην τα βράδια του καλοκαιριού που λέγαμε. Κρύο και υγρό ήταν, δεν
σου έκανε καρδιά ούτε να το επισκεφτείς. Η ζωή του σπιτιού ήταν στο δωμάτιο της
σόμπας, ανεξαρτήτως εποχής.
Η σόμπα στεκόταν
περήφανη στο γωνία της, δίπλα από την ξυλοθήκη. Ήξερε ότι ήταν το κέντρο του
σπιτιού, γύρω της ήταν όλη η ζωή μας. Από το πρωί που άναβε, ως το βράδυ που θα
κοιμηθούμε, ενώ την αφήναμε να σιγοσβύσει αργοκαίγοντας το τελευταίο ξύλο.
Άναβε συνεχώς από τις 30 Νοεμβρίου ως το τέλος Μαρτίου, μερικές φορές και λίγο
ακόμα.
Εκεί, στο δωμάτιο της
σόμπας ήταν το κρεβάτι μου, ένα άλλο μεγάλο τραπέζι τετράγωνο αυτό, πολλαπλών
χρήσεων, καρέκλες ψάθινες κουζίνας και το ραδιόφωνο, μάρκας Phillips, αγορασμένο, όπως
μου έλεγαν από την Αθήνα, τη μέρα που βαπτίστηκα. Αλλά το πώς βαπτίστηκα, σας
το έχω πει,
Σ' αυτό το τραπέζι
τρώγαμε, διάβαζα, άπλωνε ο πατέρας μου τη συλλογή των γραμματοσήμων του και μου
έδειχνε γραμματόσημα από χώρες μακρινές και σειρές ελληνικές. Στο τραπέζι αυτό
σιδέρωνε η μάνα μου τα ρούχα και ο πατέρας μου τα γραμματόσημα που ξεκολλούσε
προσεκτικά βάζοντάς τα σε ένα βαθύ πιάτο με νερό πρώτα και μετά απλώνοντάς τα
σε στυπόχαρτα και εφημερίδες. Μετά το στέγνωμα τα σιδέρωνε και άρχιζε τον
έλεγχο: Μ’ έναν μεγεθυντικό φακό τα κοίταζε, πρόσεχε τα δοντάκια, τη σφραγίδα,
ούτε και ξέρω τι άλλο. Άνοιγε και κάτι βιβλία για συλλέκτες, έπαιρνε πληροφορίες,
βλέπετε δεν είχαμε ίντερνετ τότε, στα βιβλία ψάχναμε να βρούμε αυτό που θέλαμε …
Τα σκάρτα και τα ξένα
μου τα έδινε. Θυμάμαι μια σειρά πορτογαλικών γραμματοσήμων μικρά σε μέγεθος και
σε διάφορα χρήματα. Τα καλύτερά μου. Πάνω τους είχαν έναν ιππότη να καλπάζει,
το κράνος κατεβασμένο, το κοντάρι σε οριζόντια θέση. Τα υπέβαλλα σε πληθώρα
μονομαχιών – κέρδιζε πάντα το κόκκινο, ποιος ξέρει γιατί (!!!).
Του Αγίου Ανδρέα,
λοιπόν. Τα λουκάνικα από τα Τρίκαλα έφθαναν αυτήν την ημέρα με το ΚΤΕΛ, πεσκέσι
από τη γιαγιά, αν δεν ερχόταν η ίδια. Και το βραδάκι, μόλις σκοτείνιαζε, άρχισε
να έρχεται ο κόσμος. Λικεράκι – πράσινο μέντα, που το είχα δοκιμάσει κρυφά,
αλλά δεν μου άρεσε καθόλου – φρουί γλασέ, τα γνωστά. Και όταν μέναν οι λίγοι,
οι καλοί, η μάνα μου άρχισε να τηγανίζει τα λουκάνικα και να βγάζει μεζέδες και
κρασί.
Αυτά γινόταν μέσα,
στο κρύο και υγρό δωμάτιο. Εγώ, δίπλα στη σόμπα, άκουγα να κουβεντιάζουν, να
φωνάζουν, να τραγουδάνε. Έτρωγα το λουκάνικό μου, ένοιωθα τη ζέστη να με γεμίζει,
άκουγα τα ξύλα να τρίζουν στο άγγιγμα της φλόγας ...
Κάθομαι και θυμάμαι
τα παιδικά μου χρόνια στο Βόλο. Τότε που το κρύο ήταν αυτονόητο και η ζέστη
απόλαυση. Κάθομαι και θυμάμαι, σ’ ένα δωμάτιο κρύο, αυτήν την τελευταία μέρα
του φθινόπωρου, και δεν έχω πατέρα να του πω «Χρόνια Πολλά», έστω και τυπικά.