Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στην Άμφισσα - 1953
Δεν ξαναπήγα
Είχα τη σπάνια τύχη να γεννηθώ πρώτο εγγόνι και για τις δύο γονικές οικογένειες. Του πατέρα μου και της μάνας μου. Ο παππούς Βασίλης, πατέρας του πατέρα μου ζούσε, ενώ ο έτερος παππούς Αποστόλης είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια μερικά χρόνια πριν γεννηθώ.
Πρώτο εγγόνι και αγόρι, η ονομασία μου ήταν δεδομένη, με τα ήθη της εποχής: Θα βαφτιζόμουν Βασίλης, και μάλιστα όχι ένας τυχαίος Βασίλης, αλλά Βασίλειος Ανδρέα Δεδουσόπουλος, με την ίδια ακριβώς σειρά ονομάτων που ταυτοποιούσαν τον πρόγονο, καθώς ο πατέρας μου ήταν επίσης το πρώτο αγόρι της οικογένειας.
Όλα έτοιμα, λοιπόν, για τη βάφτιση και τότε έγινε το μοιραίο: Για άγνωστους σε μένα, ακόμα και σήμερα, λόγους, ο πατέρας μου τσακώθηκε με τον πατέρα του και, μάλιστα, ο τσακωμός ήταν δι΄ αλληλογραφίας, μια και ο δικός μου πατέρας υπηρετούσε ως ταχυδρομικός (ναι, είμαι γιος ταχυδρομικού υπαλλήλου και ανόητα σχόλια που θα με συνδέουν ή θα με παραλληλίζουν με διάσημο γιο άλλου ταχυδρομικού δεν θα ανεχτώ!) σε Λαύριο ή Τσιότι (Φαρκαδόνα σήμερα), ενώ ο παππούς ζούσε στην Άμφισσα, στα Σάλωνα, εκεί που σφάζαν τα αρνιά, ενώ παραδίπλα στο Χρυσό αποκλειστικά και μόνο κριάρια. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Όπως καταλάβατε ή υποψιάζεστε, η μακροσκελής και δαιδαλώδης αυτή πρόταση είχε ως σκοπό να καλύψει την άγνοιά μου τόσο για τα αίτια του τσακωμού, όσο και για την ακριβή τοποθεσία που μέναμε τότε, αλλά και τη μικρή ντροπή που νιώθω γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να θέσω ερωτήματα και να λάβω απαντήσεις – σημάδι ελλιπούς επιστημονικής προδιάθεσης ).
Τσακώθηκαν λοιπόν, και σύμφωνα με την αφήγηση της μητρός μου, ο πατέρας μου γύρισε μπαρούτι μια ωραία μέρα και είπε με ύφος απόλυτα βαρύ: «Το παιδί θα πάρει το όνομα του πεθαμένου!»
Ούτως δε γέγονεν, και σε μια σεμνή τελετή πήρα το όνομα του πεθαμένου παππού: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Μάλιστα, νονούς είχα δύο βουλευτάδες, έναν από Φωκίδα και έναν από Τρίκαλα, πράγμα που ομολογώ δεν με ωφέλησε ιδιαίτερα, καθώς η σχέση μας διήρκεσε όσο και η τελετή. Πάει κι αυτό.
Έτσι, ο βέβαιος Βασίλης, έγινε Απόστολος, προς μεγάλη αγανάκτηση του πατρικού σογιού. Όμως, επειδή οι οικογενειακοί τσακωμοί και οι πικρίες δεν διαρκούν πολύ, η συμφιλίωση δεν βράδυνε. Έπρεπε, λοιπόν, να επισκεφθούμε τον παππού και τη γιαγιά στην Άμφισσα για να γνωρίσουν το πρώτο εγγόνι.
Πώς, όμως, να ειπωθεί στους συγγενείς έξω από τη στενή οικογένεια, τα ξαδέρφια, λ.χ., του πατέρα μου, τους γείτονες και τους οικογενειακούς φίλους, ότι το πρώτο εγγόνι του μπάρμπα Βασίλη το λένε Αποστόλη; Η μόδα της εποχής των υποκοριστικών (Μάκης, Σάκης, Τάκης, Λάκης, Άκης κοκ)και η σύμπτωση έφεραν τη λύση. Ο Απόστολος μετονομάστηκε σε Λάκης, ερήμην του και χωρίς να ερωτηθεί: Αποστολάκης – Λάκης, Βασιλάκης –Λάκης, το μοιραίο επήλθε.
Είπα η σύμπτωση. Για σκεφτείτε την περίπτωση τον παππού από της μαμάς τη μεριά να το έλεγαν με όνομα που δεν οδηγούσε σε Λάκης – Άκης; Ξενοφώντα, λόγου χάρη, Επαμεινώντα, Θησέα, ή, ακόμα χειρότερο, Πάρι; Τέλος καλό, όλα καλά και τα προσχήματα σωσμένα.
Χρόνια μετά στην εφηβεία μου πήγαμε στην Άμφισσα. Το σπίτι του παππού είχε πουληθεί, ο πατέρας μου δεν ήθελε να το δει σε ξένα χέρια, κάπου κάτω από το φρούριο μου είπε ήταν. Την ιστορία μου την είπαν, όταν διατύπωσα την απορία: Γιατί όσοι συναντούσαμε, φίλοι και συγγενείς, με φώναζαν «Βασιλάκη»;
Δεν τους βγάλαμε από την άγνοιά τους. Μέχρι σήμερα, όταν σπανίως συναντώ το σόι αυτό - δυστυχώς πια μόνο σε κηδείες - εξακολουθούν να με φωνάζουν Βασιλάκη και εξακολουθώ να ανταποκρίνομαι και να αντιδρώ ως Βασίλης.
Πολλά χρόνια αργότερα πήγαινα με καρδιοχτύπι το πρώτο άρθρο μου στον Πολίτη και στον Άγγελο Ελεφάντη. Ο Άγγελος ήταν στο μεγάλο τραπέζι του μοντάζ, έκοβε με το κοπίδι, κόλλαγε με την κόλλα, και έδινε μορφή στο περιοδικό. Πήρε το κείμενο, το διάβασε, εντάξει, μου είπε, εγώ κάθισα ημιανάπαυση βγάζοντας αθόρυβους στεναγμούς ανακούφισης, και εκείνος με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά που πέφταν χαμηλά πάνω στη μύτη.
«Λάκης, τι Λάκης; Δε μ΄ αρέσει το όνομα αυτό» είπε.
«Ούτε εμένα μου αρέσει», του είπα. «Αλλά τα ονόματα είναι σαν τα νομίσματα: Το κακό διώχνει το καλό», τόλμησα να αστειευτώ.
«Θα σε καθιερώσω Απόστολο», δήλωσε ο Άγγελος με επισημότητα, αδιαφορώντας για το ευφυολόγημά μου.
Χάρηκα πολύ. Ειλικρινά. Περίμενα την κυκλοφορία του περιοδικού πώς και πώς για δύο λόγους. Να δω τυπωμένο το πρώτο άρθρο μου στον Πολίτη και να δω το όνομά μου αποκαταστημένο.
Πήρα φρέσκο-φρέσκο το τεύχος ανά χείρας και με αγωνία γύριζα τις σελίδες, αδιαφορώντας για τον Πίνακα Περιεχομένων. Και να, το είδα: Ο μεγάλος τίτλος, το όνομά μου:
«Ο Άνταμ Σμιθ που γύρισε από τα θυμαράκια – του ΛΑΚΗ Δεδουσόπουλου»